Λιγα Λογια..

Το Yes!Just Read your Book! είναι ένα ιστολόγιο/blog που σκοπό έχει να βοηθήσει όλους όσους γράφουν μικρές ή μεγάλες ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα, κριτικές, άρθρα ή ακόμα και συνταγές, να τα δημοσιεύσουν! Στις μέρες που ζούμε το διαδίκτυο αποτελεί τον ευκολότερο, οικονομικότερο και γρηγορότερο τρόπο να κοινοποιήσουμε το έργο μας. Το Yes!Just Read your Book επιδιώκει να γίνει ο μεσάζοντας ανάμεσα σε όλους όσους γράφουν και τον κόσμο, και γιατί όχι και κάποιον εκδοτικό οίκο που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί.
Στο εξωτερικό σε αντίστοιχες σελίδες ήδη άνθρωποι που γράφουν έχουν συνεργαστεί με μεγάλες εταιρίες.
Γιατί να μην υπάρξει κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα;

Ζούμε σε μια χώρα που τα ερεθίσματα για έμπνευση είναι παντού γύρω μας, γιατί λοιπόν να μην τα εκμεταλλευτούμε αν μας αρέσει; Κι αν τελικά το κάνουμε γιατί να μην προωθήσουμε τις ιδέες μας εύκολα και γρήγορα;!

Η γενικότερη ιδέα είναι ότι δημοσιεύουμε κάθε φορά το πολύ ένα κεφάλαιο όταν πρόκειται για ιστορίες ώστε να μην χαθεί η μαγεία της προσμονής για το παρακάτω, που όλοι εμείς οι βιβλιοφάγοι λατρεύουμε.

Επίσης, με αυτή τη μέθοδο δίνεται η ευκαιρία στον εκάστοτε συγγραφέα να επηρεαστεί από τα σχόλια του αναγνωστικού κοινού του ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας του.

Σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, επιθυμία της Ομάδας του Yes!Just Read Your Book είναι να δημοσιεύει ο καθένας μόνος του τα κείμενα του κατ'ευθείαν ώστε να εξασφαλίζεται κι η προέλευση του κάθε κειμένου. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας που δημοσιεύει κάποια ιστορία από τον δικό του υπολογιστή μέσω του δικού του email κατοχυρώνει αυτόματα και το κείμενο αυτό και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο. Βέβαια αυτό προυποθέτει να μην έχει αντιγραφεί το εκάστοτε κείμενο από αλλού αλλά πράγματι να δημοσιεύεται για πρώτη φορά.


Με εκτίμηση,

Η ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πως Μπορω να δημοσιευσω κι εγω;

Εάν θες κι εσύ να μοιραστείς μαζί μας τα κείμενα σου, δεν έχεις παρά να εκδηλώσεις το ενδιαφέρον σου μέσω της Φόρμας Επικοινωνίας (Κάτω δεξιά) και μετά από λίγο θα λάβεις στο email σου πρόσκληση που θα σου δίνει τη δυνατότητα να δημοσιεύεις κατ'ευθείαν στο Just Read Your Book!

Σε περιμένουμε!!

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Το Μαχαίρι



         O Μανούσος θα έκανε τα πάντα για λίγα χρήματα. Θα πούλαγε και την ίδια του τη μάνα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα το χρήμα. Ίσως και να το σιχαινόταν. Εξάλλου, ποτέ δε μπόρεσε να κρατήσει φράγκα πάνω του, αν και από τα χέρια του είχαν περάσει ολόκληρες περιουσίες. Λάτρευε τις απολαύσεις που τα λεφτά του πρόσφεραν. Τις ελευθερίες που εξαγόραζαν. Τα πάθη που ικανοποιούσαν. Το ποτό, τις γυναίκες, τα ναρκωτικά, το τζόγο.

Εδώ και κάμποσες εβδομάδες πέρναγε ένα μαρτύριο. Δεν είχε σάλιο. Είχε μείνει ταπί. Κοίταξε γύρω, στο άδειο σπίτι του, μπας και βρει τίποτα για σκότωμα. Τα είχε πουλήσει σχεδόν όλα. Τα έπιπλα, την τηλεόραση, ένα μικρό στερεοφωνικό. Το μόνο που είχε ήταν ένας καναπές, που χρησίμευε και για κρεβάτι, και κάτι φτηνοί πίνακες που δεν τους έπαιρνε κανείς, ούτε για ψίχουλα. «Η ντουλάπα», σκέφτηκε. Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει με μανία ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα του και έπειτα στις τσέπες από τα παντελόνια και τα πουκάμισα. Ένα χαρτονόμισμα. Δεκάευρο.
«Αρχίδια», είπε φωναχτά και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει.
Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη αντανάκλασή του τον κοίταξε απελπισμένα. Κάτι γυάλιζε στο λαιμό του κάτω από το γιακά. Ο βαφτιστικός σταυρός του. Το ‘χε σκεφτεί ξανά πριν μερικές μέρες, όμως το ‘χε αποκλείσει. Τότε είχε ακόμα την τηλεόραση. Ήξερε για ένα τύπο – Μπάμπουρα τον φώναζαν; - που μπορούσε να τ’ αφήσει ενέχυρο. Θα ‘βγαζε τουλάχιστον διακόσια. Ήταν ολόχρυσος. Έκανε ένα τηλέφωνο, έβαλε το μπουφάν του και βγήκε.
Το τρίτο δεξιά κουδούνι στο 112 της Δροσοπούλου έγραφε «Μπάμπης».
«Μπάμπουρας», σκέφτηκε ο Μανούσος και το πάτησε.
«Ποιος;», ακούστηκε από το μικρό ηχείο του θυροτηλεφώνου.
«Ο Μανούσος.»
Παύση.
«Ποιός Μανούσος;»
Κόμπιασε.
«Με στέλνει ο Άκης, δε σου μίλησε;»
«Α, ναι, ναι. Πέρνα.»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος ακούστηκε. Ο Μανούσος έσπρωξε την πόρτα, ακούστηκε ένα κλικ και αυτή άνοιξε.

Σε ένα φθαρμένο μπορντό καναπέ μιας γκαρσονιέρας, στο δεύτερο όροφο, ο Μπάμπουρας κράταγε στο χέρι του το σταυρό, σαν να τον ζύγιζε. Στο άλλο κράταγε ένα τσιγαριλίκι. Το δωμάτιο βρωμοκόπαγε. Ο Μανούσος ρουφούσε τον αέρα από τη μύτη με βαθιές αναπνοές. Ο άλλος τον κατάλαβε και του πρόσφερε το τσιγαριλίκι.
«Τράβα», του είπε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Μανούσος και τράβηξε δυο τρεις απανωτές. Κράτησε τον καπνό μέσα του για αρκετή ώρα και έπειτα τον έβηξε πνιγμένος.
«Καλό πράμα;», ρώτησε ο Μπάμπουρας.
«Καλό», είπε ο Μανούσος και του το ‘δωσε πίσω.
Ήταν πραγματικά καλό. Καιρό είχε να φουμάρει κάτι τέτοιο. Ελαφρώς ζαλισμένος μπήκε κατευθείαν στο θέμα:
«Πόσα;»
«Πενήντα»
«Τι πενήντα ρε φίλε, είναι ατόφιο χρυσάφι. Πιάνει τουλάχιστον διακόσια.»
«Το μαρούλι τι θα το κάνεις;»
«Δική μου δουλειά»
«Είναι και δική μου. Αν σου δώσω διακόσια και πας και τα φας και δεν έρθεις να το πάρεις, θα ξεμείνω με ένα βαφτιστικό που και να το λιώσω, δε θα μου φτάνει ούτε για τις κουφάλες στα δόντια μου. Γι’ αυτό, ξαναρωτάω: Το μαρούλι, τι θα το κάνεις;»
«Κόκκαλα»
«Πενήντα»
Ο Μανούσος έκανε να σηκωθεί.
«Ώπα, περίμενε», είπε ο Μπάμπουρας και έδειξε με τα μάτια του στη ζώνη του Κρητικού.
«Τι έχεις εκεί;»
«Το μαχαίρι ξέχνα το»
«Κάτσε κάτω και δως μου να του ρίξω μια ματιά», του είπε και του πρόσφερε ξανά το τσιγαριλίκι.
Ο Μανούσος πήρε διστακτικά το τσιγάρο στο χέρι του – πολύ καλό για να αρνηθεί μια τζούρα ακόμη. Έβγαλε το ασπρομάνικο με τη θήκη του και το ‘δωσε στον άλλον.
Ο άλλος κράτησε το μαχαίρι με τα δυο χέρια. Χάιδεψε τη φιλντισένια λαβή του, τους σκαλιστούς ασημένιους καμπτζέδες του, τη δερμάτινη θήκη του. Έκανε να το τραβήξει. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο Κρητικός του ‘πιασε το χέρι και τον κοίταξε στραβωμένος.
«Το μαχαίρι βγαίνει από τη θήκη του είτε για να χύσει αίμα, είτε για να καθαριστεί. Και τώρα δε θέλω να το καθαρίσω»
«Ώπα φίλε, χαλάρωσε», είπε ο Μπάμπουρας και του ‘δωσε το μαχαίρι πίσω. «Ήθελα μόνο να δω τη μαντινάδα»
«Όπως σου είπα. Το μαχαίρι δε βγαίνει από τη θήκη του»
Ο Μπάμπουρας τον κοίταξε πονηρά.
«Λοιπόν, Κρητικόπουλο, σου ‘χω μια προσφορά», είπε ο απατεώνας. Ο Μανούσος δεν πρόσεξε τη γυαλάδα στο μάτι του.
«Το μαχαίρι ξέχνα το», είπε για μια ακόμα φορά ο Μανούσος.
«Άκου πρώτα…»
«Λέγε»
«Θα σου δώσω δυο κατοστάρικα για το μαχαίρι και άλλα εκατό για το σταυρό»
Ο Μανούσος το σκέφτηκε. Δεν ήθελε με την καμία να σκοτώσει το μαχαίρι. Του το ‘χε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μόλις επτά. Πρόσεξε όμως - μες τη θολούρα του από το μαύρο – ότι ο Μπάμπουρας του ‘δινε τώρα πενήντα παραπάνω για το σταυρό. Ήθελε να υποτιμήσει την αξία του μαχαιριού, αλλά για να μην τον κάνει να αισθάνεται ότι τον πιάνει κορόιδο, του δίνει πενήντα παραπάνω για το σταυρό έτσι ώστε να φτάσει πιο κοντά στην πραγματική συνολική αξία και των δυο. Έξυπνο, αλλά ο Μανούσος δεν ήταν χθεσινός. Έβλεπε ότι είχε το πάνω χέρι στο παζάρι. Αλλά, από την άλλη… όχι το μαχαίρι. Όμως, αν του πήγαινε καλά η βραδιά, θα μπορούσε να έρθει πάλι αύριο και να το πάρει πίσω. Και θα του πήγαινε καλά η βραδιά. Είχε καιρό να του πάει καλά. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και τα ‘νιωσε καλά. Όπως τότε που κέρδιζε.
«Πέντε», είπε ο Μανούσος αποφασιστικά.
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε», είπε ο Μπάμπουρας. Ψαχούλεψε με το χέρι του ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ και έβγαλε ένα σακουλάκι μαύρο. Του το πέταξε. Ο Μανούσος το ‘πιασε στον αέρα. Θα ‘πρεπε να ‘ταν καμιά δεκαριά γραμμάρια.
«Θα σου δώσω τριάμισι κατοστάρικα και το πράμα. Με τέσσερα τα παίρνεις πίσω»
Ο Μανούσος ξανασκέφτηκε. Το πράμα, δεδομένου ότι είναι της ίδιας ποιότητας που δοκίμασε, θα κάνει καμιά κατοστάρα. Και τριάμισι, τεσσεράμισι. Βέβαια ο Μπάμπουρας το ‘χε πάρει πολύ πιο φτηνά, κάνα πενηντάρικο. Οπότε, τέσσερα. Άρα ο άλλος ήταν στα ίσα του. Βέβαια θα πόνταρε ότι ο Μανούσος θα έχανε το χρήμα στα ζάρια και δε θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Όμως έκανε λάθος. Δε θα έχανε. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Θεωρώντας ότι πέτυχε μια καλή συμφωνία, άφησε το μαχαίρι και το σταυρό, πήρε το χρήμα και το πράμα, δώσανε τα χέρια και έφυγε.
Καθώς γύριζε, μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ και πήρε τσιγάρα και ένα μπουκάλι τσικουδιά. Πήγε σπίτι και άραξε στον καναπέ. Είχε ακόμα δυο-τρεις ώρες μέχρι να πάει στη μπαρμπουτιέρα του «Σελάχια». Έφτιαξε ένα μπάφο και τον ήπιε. Έπειτα έφτιαξε άλλον ένα. Πέντε μπάφους και ένα μπουκάλι τσικουδιά αργότερα, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Περπάταγε στο δρόμο ευτυχισμένος. Ήταν φτιαγμένος και φορτωμένος. Και πάνω απ’ όλα, ένιωθε τυχερός. Μετά από λίγη ώρα θα είχε χρήμα, θα πήγαινε στου Μπάμπουρα να πάρει πίσω το μαχαίρι και το σταυρό. Και λίγο μαύρο ακόμα. Και μετά θα πέρναγε μια βόλτα από την Πιπίνου. Θα έδινε στη Ζέτα ένα πενηντάρικο παραπάνω για το «έξτρα» πρόγραμμα.

* * *

Το τέταρτο από κάτω κουδούνι, στο 67 της Κεφαλληνίας, έγραφε «Μάκης».
«Σελάχιας», σκέφτηκε ο Μανούσος και χτύπησε το κουδούνι.
«Ποιος;», είπε το θυροτηλέφωνο.
«Μανούσος»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος, ένα κλικ και η πόρτα άνοιξε.
Κατέβηκε στο ημιυπόγειο. Έξω από την ξύλινη πόρτα μύριζε τσιγαρίλα. Ένιωσε κάποιον να τον τσεκάρει από το ματάκι. Η πόρτα άνοιξε. Τον υποδέχτηκε ένας χοντρός με την κοιλιά του να ξεχειλίζει από το παντελόνι. Ο «Σελάχιας». Από το μισάνοιχτο πουκάμισο πετάγονταν γκρίζες τρίχες. Πίσω του κάπνα και φωνές γύρω από την μπαρμπουτιέρα.
«Να δω», είπε ο χοντρός.
Ο Μανούσος έβγαλε από την τσέπη του το πάκο με τα εικοσάρικα. Ο χοντρός ξίνισε. Ο μικρός δεν ήταν πολύ φορτωμένος, αλλά καλά κι αυτά τα λίγα.
Μετά από κάνα τέταρτο, ο Μανούσος ήταν ένα κατοστάρικο μείον. Έπρεπε να ρεφάρει. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Τα ένιωσε καλά. Όλα μέσα. Δυόμισι κατοστάρικα. Και ένα ξεχασμένο δεκάρικο, διακόσια εξήντα. Μια ζαριά και…

Ντόρτια.

Ο Μανούσος καθόταν ξαπλωμένος στον καναπέ του. Τα τελευταία δυο τσιγάρα τον χάλασαν. Έβγαλε από την τσέπη του το σακουλάκι. Τρίμματα. Δεν είχε πια ούτε μαύρο, ούτε τσικουδιά, ούτε λεφτά, ούτε το μαχαίρι. Θεέ μου, το μαχαίρι. Πώς θα το πάρει τώρα πίσω. Σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει. Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη, άθλια αντανάκλασή του τον κοίταζε με περιφρόνηση. Πώς μπόρεσε και έδωσε το μαχαίρι; Και πώς θα το πάρει τώρα πίσω;
Θα πάει να του το ζητήσει σαν άντρας. Θα πάρει το μαχαίρι πίσω και θα του χρωστάει τα λεφτά. Στο τέλος-τέλος είναι φίλος του Άκη. Δε μπορεί, έστω για χάρη του Άκη, θα του το δώσει.
Φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε έξω.


Στο θυροτηλέφωνο ακούστηκε η αλλοιωμένη φωνή του Μπάμπουρα: «Ποιός;»
«Ο Μανούσος»
«Ποιός Μανούσος;»
Πραγματικά δε θυμόταν ή τού ‘κανε πλάκα;
«Ο Μανούσος που ήρθα νωρίτερα. Άνοιξε»
Μετά από μια κάποια καθυστέρηση - επιτηδευμένη; - η πόρτα άνοιξε. Η πάνω πόρτα της γκαρσονιέρας ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Ο Μανούσος την έσπρωξε και μπήκε μέσα.
Το θέαμα που είδε του ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Στο τραπεζάκι, μια μισοφαγωμένη πίτσα. Στον καναπέ, ο Μπάμουρας γερμένος προς τα πίσω. Στο χέρι του κράταγε το μαχαίρι γυμνό και με τη μύτη του καθάριζε τα δόντια του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμηξε πάνω του. Ο άλλος τον αντιλήφθηκε και μόλις που πρόλαβε να σηκωθεί. Αλλά ο Κρητικός τον έπιασε από το λαιμό. Έχασαν την ισορροπία τους και με μια ενδιάμεση στάση στο τραπεζάκι με την πίτσα, σωριάστηκαν στο πάτωμα. Ο Μπάμπουρας σηκώθηκε γρήγορα όρθιος. Ο Κρητικός, ξαπλωμένος ανάσκελα, έκανε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του. Και τότε είδε τη φιλντισένια χειρολαβή του μαχαιριού του να προεξέχει από την κοιλιά του. Το τελευταίο πράγμα που του ‘ρθε στο μυαλό, πριν χάσει τις αισθήσεις του για πάντα, ήταν η μαντινάδα που ήταν χαραγμένη πάνω στη λεπίδα του:
«Ετούτ’ η λάμα η κοφτερή
Που κουβαλώ μαζί μου
Σκοπό της έχει να φυλά
Την ακριβή ζωή μου»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου