Από εκείνη την 12η Ιουλίου και μετά όλα άλλαξαν στην ζωή μου, δεν ήμουν πια η Λίντσι της, ήμουν ένας παρατηρητής της ζωής της και της δικής μου. Για πολλούς μήνες έπειτα από αυτό έμενα στο σπίτι της γιαγιάς Μάργκαρετ, μαζί με την γιαγιά και την Τζέιν. Τις αγαπούσα πάρα πολύ, όμως πάνω απ’ όλους αγαπούσα την μητέρα μου την Άννι και φυσικά τον πατέρα μου, τον οποίο παρά τα όσα μου έλεγαν όλοι ήθελα τόσο πολύ να δω. Μου έλειπε, πάντα μου έλειπε, πάντα θα μου λείπει.
Οι ώρες στο σπίτι της γιαγιάς περνούσαν εύκολα όταν ήταν εκεί η Τζέιν, όταν δεν ήταν δεν είχα πολλά πράγματα να κάνω. Η γιαγιά είχε πάντα δουλειές και σπάνια με άφηνε να την βοηθάω, δεν ξέρω γιατί, έλεγε ότι δεν ήθελε να με πιέζει για τίποτα. Δεν καταλάβαινε ότι ήθελα να κάνω κάτι για να ξεχαστώ και τα βιβλία του σχολείου είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους, αφού δεν είχα την μητέρα μου ή τον πατέρα μου για να διαβάσουμε μαζί.
Έπειτα από σχεδόν έξι μήνες η Άννι ισχυρίστηκε πως ήθελε να γυρίσω πίσω, πώς ήταν καλύτερα και πώς ένιωθε ενοχές που δεν σκέφτηκε και εμένα γιατί είχε βυθιστεί τόσο πολύ στο πένθος της. Όταν γύρισα στο σπίτι δεν ένιωσα καλά, είχε χάσει την φυσική ζεστασιά του. Δεν υπήρχε κανείς για να με αγκαλιάσει και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Η μητέρα μου στεκόταν και με κοίταζε σαν να κοιτάζει ένα ξένο παιδί. Δεν ήξερα γιατί, αλλά άρχισα να πιστεύω πως κάτι κακό είχα κάνει. Ύστερα από πολλά χρόνια συνειδητοποίησα πόσο της τον θύμιζα και γι’ αυτό δεν ήξερε πώς να μου φερθεί ξαφνικά. Μάλλον τότε κατάλαβε πως εξ αιτίας μου ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχάσει.
Ήμουν πολύ μικρή για να αντιληφθώ κάποια πράγματα, κάποια γεγονότα και κυρίως κάποια συναισθήματα. Όσο μεγάλωνα άρχισα να αποκωδικοποιώ ορισμένες καταστάσεις όμως μάλλον δεν έπρεπε γιατί ήταν όλα τόσο μπλεγμένα στο μυαλό μου με πιο δύσκολη μία ερώτηση που έκανα συχνά στον εαυτό μου, «Γιατί;». Αυτό το γιατί τώρα που το σκέφτομαι ήταν πάντα οδηγός στην ζωή μου. Όλα κινήθηκαν γύρω από ένα γιατί. Γιατί να χάσω τον πατέρα μου έτσι; Γιατί να μην με θέλει η μητέρα μου δίπλα της; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Γιατί; Γιατί; Έκανα τόσα λάθη εξ αιτίας αυτού, τόσα πολλά.
Όπως ανέφερα παραπάνω θαύμαζα πολύ την μητέρα μου παρά τα χιλιάδες ερωτηματικά που είχα στο παιδικό και αργότερα εφηβικό μυαλό μου. Δούλευε πολύ σκληρά για να γίνει καταξιωμένη δικηγόρος. Χρειάστηκε με τα χρόνια να θυσιάσει την σχέση που είχε με την οικογένεια της για να αφοσιωθεί στην καριέρα της, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διακόψει κάθε επαφή με την μητέρα και την αδερφή της και με τον καιρό απομάκρυνε και εμένα.
Ποτέ δεν με ρώτησε γι’ αυτό, αγαπούσα τη Τζέιν αλλά και την γιαγιά και όταν της έλεγα ότι μου λείπουν και θέλω να της δω ποτέ δεν με άφηνε. Τελευταία φορά που τις είδα ήταν όταν έκλεισα τα 11. Ήρθαν απρόσμενα στο σπίτι για να μου κάνουν έκπληξη. Ούτε η μητέρα μου το ήξερε, αν το ήξερε ίσως και να μην τις άφηνε. Μετά από εκείνα τα γενέθλια μετακομίσαμε, φύγαμε από τη Βιέννη. Η μητέρα μου είχε μία πολύ καλή πρόταση για την Ελβετία. Φύγαμε τόσο βιαστικά και τόσο μόνες μας. Δεν με άφησε να ειδοποιήσω κανέναν. Ήθελε να απομακρυνθεί από ότι της θύμιζε το παρελθόν, απλά εγώ ήμουν η κόρη της, δεν θα με άφηνε. Έτσι έλεγε, αλλά δεν καταλάβαινε ότι από εκείνη την ημέρα που χάθηκε ο πατέρας μου στην ουσία χάθηκα και εγώ για εκείνη. Μπορεί να την θαύμαζα για το πείσμα που είχε για να πετύχει όμως ποτέ δεν της συγχώρησα το ότι δεν νοιάστηκε για εμένα, ή τουλάχιστον έτσι μου έδειχνε. Καθώς μεγάλωνα κι άλλο, η συναισθηματική μας σχέση όλο και χανόταν. Όταν έφτασα 14, είχα πλέον αποφασίσει ότι δεν μ’ αγαπούσε, πως το μόνο που την ένοιαζε ήταν να είναι πετυχημένη στην δουλειά της και τίποτα άλλο. Είχε δοθεί ολοκληρωτικά πλέον σε αυτό. Εγώ μεγάλωνα δίπλα της αλλά αθόρυβα, δεν πολυμιλούσαμε, δεν χρειαζόταν. Στο σπίτι ερχόταν μία γυναίκα και μας μαγείρευε καθημερινά και καθάριζε. Αυτή καμμιά φορά με ρωτούσε πως ήταν το σχολείο ή η μέρα μου. Ήταν καλός άνθρωπος. Με την μητέρα μου δεν βλεπόμασταν και πολύ συχνά, γυρνούσε αργά το βράδυ, έπινε λίγο ουίσκι και κοιμόταν.
Για πολύ καιρό έβλεπα διάφορους εφιάλτες και φοβόμουν πάρα πολύ αλλά δεν είχα σε ποιόν να μιλήσω. Μου έλειπε τόσο πολύ ο πατέρας μου, τόσο πολύ. Τι όμορφα χρόνια εκείνα, χωρίς άγχος.
Χωρίς άγχος! Αυτό ήταν. Αυτή ήταν η διέξοδος μου από τους εφιάλτες, από τα ερωτηματικά, από την στεναχώρια και τη μοναξιά. Το ουίσκι.