Λιγα Λογια..

Το Yes!Just Read your Book! είναι ένα ιστολόγιο/blog που σκοπό έχει να βοηθήσει όλους όσους γράφουν μικρές ή μεγάλες ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα, κριτικές, άρθρα ή ακόμα και συνταγές, να τα δημοσιεύσουν! Στις μέρες που ζούμε το διαδίκτυο αποτελεί τον ευκολότερο, οικονομικότερο και γρηγορότερο τρόπο να κοινοποιήσουμε το έργο μας. Το Yes!Just Read your Book επιδιώκει να γίνει ο μεσάζοντας ανάμεσα σε όλους όσους γράφουν και τον κόσμο, και γιατί όχι και κάποιον εκδοτικό οίκο που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί.
Στο εξωτερικό σε αντίστοιχες σελίδες ήδη άνθρωποι που γράφουν έχουν συνεργαστεί με μεγάλες εταιρίες.
Γιατί να μην υπάρξει κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα;

Ζούμε σε μια χώρα που τα ερεθίσματα για έμπνευση είναι παντού γύρω μας, γιατί λοιπόν να μην τα εκμεταλλευτούμε αν μας αρέσει; Κι αν τελικά το κάνουμε γιατί να μην προωθήσουμε τις ιδέες μας εύκολα και γρήγορα;!

Η γενικότερη ιδέα είναι ότι δημοσιεύουμε κάθε φορά το πολύ ένα κεφάλαιο όταν πρόκειται για ιστορίες ώστε να μην χαθεί η μαγεία της προσμονής για το παρακάτω, που όλοι εμείς οι βιβλιοφάγοι λατρεύουμε.

Επίσης, με αυτή τη μέθοδο δίνεται η ευκαιρία στον εκάστοτε συγγραφέα να επηρεαστεί από τα σχόλια του αναγνωστικού κοινού του ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας του.

Σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, επιθυμία της Ομάδας του Yes!Just Read Your Book είναι να δημοσιεύει ο καθένας μόνος του τα κείμενα του κατ'ευθείαν ώστε να εξασφαλίζεται κι η προέλευση του κάθε κειμένου. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας που δημοσιεύει κάποια ιστορία από τον δικό του υπολογιστή μέσω του δικού του email κατοχυρώνει αυτόματα και το κείμενο αυτό και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο. Βέβαια αυτό προυποθέτει να μην έχει αντιγραφεί το εκάστοτε κείμενο από αλλού αλλά πράγματι να δημοσιεύεται για πρώτη φορά.


Με εκτίμηση,

Η ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πως Μπορω να δημοσιευσω κι εγω;

Εάν θες κι εσύ να μοιραστείς μαζί μας τα κείμενα σου, δεν έχεις παρά να εκδηλώσεις το ενδιαφέρον σου μέσω της Φόρμας Επικοινωνίας (Κάτω δεξιά) και μετά από λίγο θα λάβεις στο email σου πρόσκληση που θα σου δίνει τη δυνατότητα να δημοσιεύεις κατ'ευθείαν στο Just Read Your Book!

Σε περιμένουμε!!

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Σιγά μην τύχει σ'εμένα...(2ο μέρος) - από Just Read Your Book

Από εκείνη την 12η Ιουλίου και μετά όλα άλλαξαν στην ζωή μου, δεν ήμουν πια η Λίντσι της, ήμουν ένας παρατηρητής της ζωής της και της δικής μου. Για πολλούς μήνες έπειτα από αυτό έμενα στο σπίτι της γιαγιάς Μάργκαρετ, μαζί με την γιαγιά και την Τζέιν. Τις αγαπούσα πάρα πολύ, όμως πάνω απ’ όλους αγαπούσα την μητέρα μου την Άννι και φυσικά τον πατέρα μου, τον οποίο παρά τα όσα μου έλεγαν όλοι ήθελα τόσο πολύ να δω. Μου έλειπε, πάντα μου έλειπε, πάντα θα μου λείπει.

Οι ώρες στο σπίτι της γιαγιάς περνούσαν εύκολα όταν ήταν εκεί η Τζέιν, όταν δεν ήταν δεν είχα πολλά πράγματα να κάνω. Η γιαγιά είχε πάντα δουλειές και σπάνια με άφηνε να την βοηθάω, δεν ξέρω γιατί, έλεγε ότι δεν ήθελε να με πιέζει για τίποτα. Δεν καταλάβαινε ότι ήθελα να κάνω κάτι για να ξεχαστώ και τα βιβλία του σχολείου είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους, αφού δεν είχα την μητέρα μου ή τον πατέρα μου για να διαβάσουμε μαζί.
Έπειτα από σχεδόν έξι μήνες η Άννι ισχυρίστηκε πως ήθελε να γυρίσω πίσω, πώς ήταν καλύτερα και πώς ένιωθε ενοχές που δεν σκέφτηκε και εμένα γιατί είχε βυθιστεί τόσο πολύ στο πένθος της. Όταν γύρισα στο σπίτι δεν ένιωσα καλά, είχε χάσει την φυσική ζεστασιά του. Δεν υπήρχε κανείς για να με αγκαλιάσει και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Η μητέρα μου στεκόταν και με κοίταζε σαν να κοιτάζει ένα ξένο παιδί. Δεν ήξερα γιατί, αλλά άρχισα να πιστεύω πως κάτι κακό είχα κάνει. Ύστερα από πολλά χρόνια συνειδητοποίησα πόσο της τον θύμιζα και γι’ αυτό δεν ήξερε πώς να μου φερθεί ξαφνικά. Μάλλον τότε κατάλαβε πως εξ αιτίας μου ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχάσει.

Ήμουν πολύ μικρή για να αντιληφθώ κάποια πράγματα, κάποια γεγονότα και κυρίως κάποια συναισθήματα. Όσο μεγάλωνα άρχισα να αποκωδικοποιώ ορισμένες καταστάσεις όμως μάλλον δεν έπρεπε γιατί ήταν όλα τόσο μπλεγμένα στο μυαλό μου με πιο δύσκολη μία ερώτηση που έκανα συχνά στον εαυτό μου, «Γιατί;». Αυτό το γιατί τώρα που το σκέφτομαι ήταν πάντα οδηγός στην ζωή μου. Όλα κινήθηκαν γύρω από ένα γιατί. Γιατί να χάσω τον πατέρα μου έτσι; Γιατί να μην με θέλει η μητέρα μου δίπλα της; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Γιατί; Γιατί; Έκανα τόσα λάθη εξ αιτίας αυτού, τόσα πολλά.

Όπως ανέφερα παραπάνω θαύμαζα πολύ την μητέρα μου παρά τα χιλιάδες ερωτηματικά που είχα στο παιδικό και αργότερα εφηβικό μυαλό μου. Δούλευε πολύ σκληρά για να γίνει καταξιωμένη δικηγόρος. Χρειάστηκε με τα χρόνια να θυσιάσει την σχέση που είχε με την οικογένεια της για να αφοσιωθεί στην καριέρα της, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διακόψει κάθε επαφή με την μητέρα και την αδερφή της και με τον καιρό απομάκρυνε και εμένα.
Ποτέ δεν με ρώτησε γι’ αυτό, αγαπούσα τη Τζέιν αλλά και την γιαγιά και όταν της έλεγα ότι μου λείπουν και θέλω να της δω ποτέ δεν με άφηνε. Τελευταία φορά που τις είδα ήταν όταν έκλεισα τα 11. Ήρθαν απρόσμενα στο σπίτι για να μου κάνουν έκπληξη. Ούτε η μητέρα μου το ήξερε, αν το ήξερε ίσως και να μην τις άφηνε. Μετά από εκείνα τα γενέθλια μετακομίσαμε, φύγαμε από τη Βιέννη. Η μητέρα μου είχε μία πολύ καλή πρόταση για την Ελβετία. Φύγαμε τόσο βιαστικά και τόσο μόνες μας. Δεν με άφησε να ειδοποιήσω κανέναν. Ήθελε να απομακρυνθεί από ότι της θύμιζε το παρελθόν, απλά εγώ ήμουν η κόρη της, δεν θα με άφηνε. Έτσι έλεγε, αλλά δεν καταλάβαινε ότι από εκείνη την ημέρα που χάθηκε ο πατέρας μου στην ουσία χάθηκα και εγώ για εκείνη. Μπορεί να την θαύμαζα για το πείσμα που είχε για να πετύχει όμως ποτέ δεν της συγχώρησα το ότι δεν νοιάστηκε για εμένα, ή τουλάχιστον έτσι μου έδειχνε. Καθώς μεγάλωνα κι άλλο, η συναισθηματική μας σχέση όλο και χανόταν. Όταν έφτασα 14, είχα πλέον αποφασίσει ότι δεν μ’ αγαπούσε, πως το μόνο που την ένοιαζε ήταν να είναι πετυχημένη στην δουλειά της και τίποτα άλλο. Είχε δοθεί ολοκληρωτικά πλέον σε αυτό. Εγώ μεγάλωνα δίπλα της αλλά αθόρυβα, δεν πολυμιλούσαμε, δεν χρειαζόταν. Στο σπίτι ερχόταν μία γυναίκα και μας μαγείρευε καθημερινά και καθάριζε. Αυτή καμμιά φορά με ρωτούσε πως ήταν το σχολείο ή η μέρα μου. Ήταν καλός άνθρωπος. Με την μητέρα μου δεν βλεπόμασταν και πολύ συχνά, γυρνούσε αργά το βράδυ, έπινε λίγο ουίσκι και κοιμόταν.

Για πολύ καιρό έβλεπα διάφορους εφιάλτες και φοβόμουν πάρα πολύ αλλά δεν είχα σε ποιόν να μιλήσω. Μου έλειπε τόσο πολύ ο πατέρας μου, τόσο πολύ. Τι όμορφα χρόνια εκείνα, χωρίς άγχος.
Χωρίς άγχος! Αυτό ήταν. Αυτή ήταν η διέξοδος μου από τους εφιάλτες, από τα ερωτηματικά, από την στεναχώρια και τη μοναξιά. Το ουίσκι.

Απλώς διάβασε το βιβλίο σου (2o Μέρος) - από: A. Vessél

Ανακάλυψε ότι κάθε βιβλίο που διάβαζε ήταν ένα ταξίδι. Άλλοτε ένα ταξίδι σε φανταστικούς κόσμους, σε απίστευτα μέρη. Άλλοτε ένα ταξίδι στο χρόνο, σε εποχές που πέρασαν ή δεν έχουν έρθει ακόμα. Άλλες φορές απλώς γυρνούσες τη γη και γνώριζες πως ζουν οι άνθρωποι σε άλλες χώρες και μάθαινες την ιστορία τους. Άλλα βιβλία πάλι σου μάθαιναν ένα σωρό πράγματα, χρήσιμα και άχρηστα. Κάποτε ήταν σα μια συζήτηση για υπαρξιακά ή ηθικά ζητήματα. Αυτά όμως που του άρεσαν περισσότερο ήταν τα μυθιστορήματα. Καβάλαγε την πλάτη του εκάστοτε ήρωα και ζούσε μαζί του τις περιπέτειές του. Έβλεπε τόσα και τόσα θαυμαστά πράγματα μέσα από τα μάτια του. Γέλαγε με τις χαρές και έκλαιγε με τις λύπες του.

Μετά από λίγο καιρό είχε διαβάσει όλα τα βιβλία που βρήκε στο σπίτι του. Και αυτά που ήταν στη βιβλιοθήκη και τα υπόλοιπα που είχε βρει πεταμένα και σκονισμένα στην αποθήκη. Κάποια μάλιστα τα είχε διαβάσει πάνω από μία φορά. Έπρεπε να βρει καινούρια. Μετά τη δουλειά, θα ξεστράτιζε στην επιστροφή και θα έμπαινε στο πρώτο βιβλιοπωλείο που θά 'βρισκε και θα αγόραζε ένα.

Όπως και έκανε. Μόνο που όταν μπήκε μέσα τά 'χασε. Δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά βιβλία. Βιβλιοθήκες δεξιά και αριστερά στους τοίχους, μέχρι το ταβάνι, γεμάτοι βιβλία. Και σαν να μην έφτανε αυτό , άλλες βιβλιοθήκες ενδιάμεσα, δημιουργούσαν διαδρόμους. Ένιωσε σαν το Χανσελ και τη Γκρέτελ στο σπίτι της μάγισσας. Άρχισε να ψάχνει τα ράφια. Διάβαζε έναν-έναν τους τίτλους. Μόλις έβρισκε κάποιο που να του φαίνεται ενδιαφέρον, τό 'παιρνε παραμάσχαλα. Πιο κάτω έβρισκε κάποιο άλλο, πιο ενδιαφέρον από το προηγούμενο. Έπαιρνε αυτό και επέστρεφε το προηγούμενο στη θέση του. Πέρασαν ώρες στο ίδιο μοτίβο. Βιβλίο έξω, βιβλίο μέσα. Δε μπορούσε να διαλέξει. Μόλις έφτασε στο βάθος έιδε μια σκάλα. Οδηγούσε πάνω. Ανέβηκε κάμποσα σκαλιά και μετά πάγωσε. Υπήρχε άλλος ένας όροφος και ήταν και αυτός γεμάτος βιβλία. Έκατσε στα σκαλιά απελπισμένος και δυστυχισμένος. Δε θα μπορούσε ποτέ να διαλέξει.

Έξω είχε νυχτώσει και ο βιβλιοπώλης ετοιμαζόταν να κλείσει. Τότε τον πρόσεξε να κάθεται εκεί, στη βάση της σκάλας με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες του. Τον ρώτησε αν είναι καλά και αυτός του εξήγησε την κατάστασή του. Τότε ο βιβλιοπώλης του είπε να του προτείνει αυτός ένα βιβλίο. Αμέσως το βλέμμα του φωτίστηκε. Συμφώνησε. Ήταν η πρώτη φορά που εμπιστεύτηκε την κρίση κάποιου άλλου. 

Πήγε σπίτι με το “Fahrenheit 451”. Το κατάπιε μέσα σε λίγες ώρες. Έφερε ξανά στο μυαλό του το βιβλιοπωλείο με τις ατέλειωτες βιβλιοθήκες και τα αμέτρητα βιβλία. Τα φαντάστηκε να καίγονται και ένιωσε ένα μούδιασμα. Τότε ήταν που τον κατέλαβε η αγωνία. Δε θα προλάβαινε ποτέ να διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία. Τόσοι κόσμοι. Τόσοι ήρωες. Τόση γνώση. Δε θα μπορούσε ποτέ να τα κάνει δικά του σε μία ζωή. Ένιωσε απέραντη δυστυχία. 

Αποφάσισε να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη κάθε μέρα μετά τη δουλειά και να αγοράζει ένα βιβλίο. Όπως και έκανε. Κάθε μέρα ακολουθούσε αυτή την ιεροτελεστία. Δουλειά, βιβλιοπωλείο, σπίτι διάβασμα. Τα σαββατοκύριακα έπαιρνε δύο βιβλία. Στις διακοπές ακόμα περισσότερα. Αλλαγές έγιναν και στο σπίτι του. Βιβλιοθήκες αγοράστηκαν και έπιπλα μετακινήθηκαν. Σε λίγο καιρό, βιβλία άρχισαν να καταλαμβάνουν όλους τους ακάλυπτους χώρους. Ακόμα και η τηλεόραση εξαφανίστηκε μέσα σε στοίβες από βιβλία Ιστορίας και Φιλοσοφίας.

Πέρασαν τα χρόνια και ο δικός μας ήρωας πήρε σύνταξη. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Όχι γιατί δε θα ξαναδούλευε φυσικά. Άλλωστε δεν ήταν και ποτέ τεμπέλης. Αλλά γιατί θα είχε ακόμα περισσότερο χρόνο να διαβάζει. Το σπίτι του είχε γίνει πλέον μια τεράστια βιβλιοθήκη. Βιβλία παντού, ακόμα και στην τουαλέτα. Ναι, καλά διαβάσατε. Στην τουαλέτα. Διάβαζε παντού και όλη την ώρα. Εδώ και καιρό δεν οδηγούσε και προτιμούσε για τις μετακινήσεις του τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ούτως ώστε να μπορεί να διαβάζει ακόμα και στο πόδι. Ένα αυτοκίνητο που είχε κάποτε το πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε τί άλλο; Βιβλία.

Καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του, μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, πολλά χρόνια μετά, άφησε ήσυχα την τελευταία του πνοή. Τα μαλλιά του αδύναμα και κάτασπρα. Τα γένια του μακριά και ολόλευκα. Το πρόσωπό του σημαδεμένο από βαθιές ρυτίδες. Μια καρό μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τα πόδια του. Πάνω τους ακουμπισμένα τα ροζιασμένα χέρια του, τα οποία κρατιόνταν από ένα βιβλίο. Ήταν το “Ένας Γιάνκης στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου”. Το βιβλίο από το οποία άρχισαν όλα, αιώνες πριν.

Στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα χαμόγελο. Ήταν ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελο της Γνώσης. Το χαμόγελο που σχηματίστηκε όταν έκανε την τελευταία του σκέψη. Ότι τούτη τη νύχτα, μετά από μια ζωή και αμέτρητα βιβλία, ήξερε απείρως λιγότερα πράγματα από τη νύχτα που είχε διαβάσει το πρώτο βιβλίο του.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Απλώς διάβασε το βιβλίο σου (1o Μέρος) - από: A. Vessél

Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε άποψη επί παντός επιστητού. Σε κάθε κουβέντα, στη δουλειά το πρωί και στο καφενείο το απόγευμα,  ήταν “μέσα”. Ήταν αυτός που ανέλυε με λογικοφάνεια κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Από την επικαιρότητα, την πολιτική και τα αθλητικά – ιδίως τα αθλητικά – μέχρι τις “μεγάλες αλήθειες της ζωής”. Όταν μιλούσε δε, όλοι τον πρόσεχαν και κρέμονταν απ' τα χείλη του. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος, που καμωνόταν ότι τα ξέρει όλα, δεν είχε ποτέ στη ζωή του ανοίξει ούτε ένα βιβλίο. Και ούτε χρειαζόταν.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, μια κρύα νύχτα του χειμώνα, δεν έλεγε να τον πάρει ο ύπνος. Ήταν “ποδοσφαιρική βραδιά” και ως συνήθως είχε φάει παραπάνω πίτσα από ότι έπρεπε. Επιπλέον, η ομάδα του είχε χάσει το ματς. Στενοχώρια. Σηκώθηκε και πήγε στο ψυγείο. Άδειασε ένα κουτάκι σόδα και άραξε στον καναπέ του να χωνέψει. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στη βιβλιοθήκη. Ήταν μια μικρή διακοσμητική βιβλιοθήκη με κάνα δυο ντουζίνες βιβλία στα ράφια της. Τη βιβλιοθήκη του την είχαν πάρει δώρο παλιότερα. Τα βιβλία τα είχε τοποθετήσει εκεί ο ίδιος. Είχε βρει πολλά στοιβαγμένα στην αποθήκη – του πατέρα του θα ήταν – και είχε διαλέξει τα πιο εμφανίσιμα για να διακοσμήσει αυτό το μικρό δυσλειτουργικό έπιπλο.
Διάβασε τη ράχη ενός από αυτά. “Ένας Γιάνκης στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου”. Το πήρε στα χέρια του. Ήταν χοντρό. Πολλές σελίδες. Το 'βαλε στην άκρη. Άνοιξε την τηλεόραση, μπας και νυστάξει. Έβαλε το κανάλι με τα αθλητικά. Έδειχνε το post-game. Εκτός από την πίτσα ακόμα δε μπορούσε να χωνέψει την ήττα της ομάδας του. Κλικ. Κανάλι 3. Διεθνή αθλητικά. Οι New York Yankees πανηγυρίζουν άλλη μια νίκη. Ξανακοίταξε το βιβλίο. Απίστευτη σύμπτωση. Το πήρε πάλι στα χέρια του. Κάποιοι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία πριν κοιμηθούν. Λες;
Άρχισε να διαβάζει. Μετά από κάμποσες σελίδες αποφάσισε ότι η τηλεόραση τον ενοχλούσε. Την έκλεισε και κάθισε πιο αναπαυτικά. Το βιβλίο του φαινόταν ενδιαφέρον. Αυτός ο τύπος, ο “πρωταγωνιστής”, ήταν έξυπνος τυπάκος. Πρακτικό μυαλό. Του θύμιζε τον εαυτό του. Και ο τρόπος που ξεγλίστραγε κάθε φορά από τις αναποδιές ήταν αρκετά “μαγκιόρικος”. Απορροφήθηκε. Ταξίδεψε στο Μεσαίωνα, είδε κάστρα με τάφρους και ιππότες με γυαλιστερές πανοπλίες. Είδε μάγους και τέρατα. Είδε βασιλιάδες και βασίλισσες. Είδε μονομαχίες και σκληρές μάχες. Την επόμενη φορά που σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο, συνειδητοποίησε δύο πράγματα. Πρώτον, είχε διαβάσει όλο το βιβλίο. Δεύτερον, είχε ξημερώσει. Και αντί να νυστάζει, το μυαλό του ήταν σε εγρήγορση.
Στη δουλειά ανακάλυψε και κάτι ακόμα. Η καζούρα των υπολοίπων για τη χθεσινή ήττα της ομάδας του, τον ενοχλούσε λιγότερο από τις άλλες φορές. Το βράδυ, πάλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε ένα βιβλίο, στρώθηκε στον καναπέ και άρχισε να διαβάζει. Το ξημέρωμα τον βρήκε να έχει διαβάσει ακόμα ένα βιβλίο.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που κάποιες αλλαγές είχαν αρχίσει να παρατηρούνται από τους γύρω του. Στη δουλειά μιλούσε όλο και λιγότερο, ενώ σταδιακά απέβαλε το “εξυπνακίστικο” στυλ του ξερόλα. Στο καφενείο καθόταν όλο και λιγότερη ώρα, ώσπου κάποια μέρα σταμάτησε να πηγαίνει...


Σιγά μην τύχει σ'εμένα...(1ο μέρος) - από Just Read Your Book

Πάντα της άρεσε να πίνει ένα δύο ποτηράκια προτού ξαπλώσει, έλεγε ότι την ηρεμούσε και την βοηθούσε να διώξει όλα τα άγχη της ημέρας που έφευγε. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα πώς το ουίσκι μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά την πίστευα γιατί την θαύμαζα. Η μητέρα μου ήταν μια πετυχημένη δικηγόρος που περνούσε σχεδόν όλη της την ημέρα στο γραφείο και στις δικαστικές αίθουσες.Ειδικά, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, όταν εγώ ήμουν 8 χρονών, δεν ήθελε να γυρίζει στο σπίτι. Φαινόταν ότι δεν ένιωσε ποτέ άνετα με την απώλεια αυτή. Εγώ ήμουν αρκετά μικρή και για καιρό δεν είχα συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει, νόμιζα πως ο μπαμπάς μου θα γυρνούσε, πως όλο αυτό ήταν ένα κακό όνειρο, ένα άσχημο αστείο. Είμαι μοναχοπαίδι, όσο μεγάλωνα λοιπόν, προσπαθούσα να πείθω τον εαυτό μου πως ο πατέρας μου ζούσε, κάπου πολύ μακριά αλλά σίγουρα ζούσε και με έβλεπε, αν και μακριά σίγουρα με πρόσεχε. Δεν ήθελα να δεχτώ όσα είχαν συμβεί λίγα χρόνια πριν. Ο θάνατος του ήταν τόσο ξαφνικός. 

Ήταν 12 Ιουλίου 1992. Η μητέρα μου περιποιημένη όπως πάντα, είχε φορέσει ένα καινούριο φόρεμα και περίμενε να γυρίσει ο αγαπημένος της από τη δουλειά. Της είχε πει ότι θα γύριζε νωρίς γιατί είχε σχεδιάσει κάτι ιδιαίτερο για την δέκατη ευτυχισμένη επέτειο τους. Η μητέρα μου δεν είχε πάει στο γραφείο εκείνη την ημέρα, ήθελε να την αφιερώσει στον εαυτό της και αργότερα και στον σύντροφο της, τον Καρλ, έτσι έλεγαν τον πατέρα μου και την μητέρα μου Άννι. Εγώ θα έμενα στο σπίτι μαζί με την αγαπημένη μου θεία και αδερφή της Άννι, την Τζέιν.

Η Τζέιν δεν ήταν παντρεμένη, ήταν η μικρή αδερφή της μητέρας μου που την λάτρευε. Δεν έμοιαζαν καθόλου. Η Άννι ήταν πάντα πολύ καλή μαθήτρια, ώριμη πάντα για την ηλικία της και σίγουρη για τα πιστεύω της και τα σχέδια της. Η Τζέιν δεν ήταν έτσι. Της άρεσε να πηγαίνει διακοπές χωρίς να έχει κανονίσει τίποτα, όταν ήταν μικρή βαριόταν το σχολείο, το θεωρούσε περιττό και χάσιμο χρόνου αφού κατά τα λεγόμενα της για να προλάβει να γυρίσει τον κόσμο έπρεπε να ξεκινήσει από μικρή. Τελικά δεν κατάφερε να γυρίσει τον κόσμο και συγκεκριμένα το πιο μακρινό ταξίδι που μπόρεσε να κάνει ήταν από την Βιέννη που μέναμε στο Παρίσι. Είχε πάει δύο φορές και ήταν τόσο ενθουσιασμένη, πάντα μιλούσε με νοσταλγία για την Πόλη του Φωτός. Μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν να μπορούσε να έχει ένα όμορφο γωνιακό καφέ κοντά στον πύργο του Άϊφελ. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό ήθελε να πετύχει μέχρι να κλείσει τα τριάντα της. Ήταν τόσο γλυκιά και όμορφη, αυτό ήταν κάτι στο οποίο έμοιαζε με την αδερφή της αν και δεν το παραδεχόταν απλά χαμογελούσε ευγενικά όποτε της το έλεγαν. 
Είχε περάσει αρκετή ώρα από την ώρα που είχαν κανονίσει οι γονείς μου αλλά ο πατέρας μου δεν είχε έρθει. Δυστυχώς τότε τα κινητά δεν ήταν και πολύ διαδεδομένα και έτσι δεν υπήρχε τρόπος να τον βρει. Τηλεφωνούσε και ξανατηλεφωνούσε στο γραφείο του, ήταν επίσης δικηγόρος, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής, δεν θυμάμαι πόση αλλά σίγουρα ήταν αρκετή, χτύπησε το τηλέφωνο. Η Άννι έτρεξε να απαντήσει καθώς είχε αρχίσει πια να ανησυχεί - «παρακαλώ;», μια άγνωστη μέχρι τότε αντρική φωνή απάντησε στην άλλη άκρη της γραμμής, - «Είστε η κυρία ‘Αννι Μόλισμπεργκ;» , - «Μάλιστα» του απάντησε με τρεμάμενη πια φωνή». - «Ονομάζομαι Νικ Λάισμπ, τηλεφωνώ από το Γενικό Νοσοκομείο Βιέννης, ο σύζυγος σας..», - «Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μου λέτε;» την άκουσα να ουρλιάζει αφού σχεδόν είχε καταλάβει τι θα άκουγε από αυτό τον άγνωστο άντρα. - «Ο σύζυγος σας κυρία Μόλισμπεργκ, δυστυχώς.» - «Τι λέτε; Τι έγινε; Μα πώς; Δεν μπορεί» - «Τράκαρε, κάποιος καθώς έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα παραβίασε τη σήμανση και έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο του συζύγου σας, σκοτώθηκαν και οι δύο».

 Ήταν τόσα πολλά τα συναισθήματα της εκείνη τη στιγμή. Γύρισε σοκαρισμένη και με κοίταξε και μετά ξέσπασε σε λυγμούς μη μπορώντας να καταλάβει γιατί συνέβη αυτό. Ήταν σίγουρη ότι και εκείνη αλλά και ο πατέρας μου ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, πολύ συνετοί. Ήταν σίγουρη ότι αυτό δεν της άξιζε. Δεν το άντεχε. Το έβλεπα σε κάθε της βλέμμα, σε κάθε της κίνηση από εκείνη την ημέρα και μετά.