Κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Η λάμψη στα μάτια τους ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών που καθρεφτίζονταν στα ακίνητα, σκοτεινά νερά.
Εκεί, στην όχθη της Παλιάς Λίμνης, έδωσαν όρκο. Ότι η λάμψη αυτή δε θα σβήσει ποτέ.
Από εκείνη τη νύχτα, όλα ήταν πιο φωτεινά. Η Ζωή ήταν υπέροχη. Η μέρα, ο Ήλιος, τα σύννεφα, η γη, η νύχτα, τα ζώα, τα φυτά. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και κάθε πτυχή της ζωής είχε το δικό της χρώμα, το δικό της νόημα.
Οι Άλλοι κατάλαβαν αμέσως την αλλαγή μέσα τους. Και τους μίσησαν γι' αυτό. Γιατί οι περισσότεροι φθονούν αυτούς που τα μάτια τους λάμπουν.
Αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε. Όσο και να τους φθονούσαν, όσο και να προσπαθούσαν να τους βλάψουν, αυτοί αντάμωναν τα βράδια στην όχθη της Παλιάς Λίμνης και κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Και κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου.
Ο χρόνος όμως περνούσε. Και ο φθόνος των άλλων άρχισε να τους κουράζει και να τους πληγώνει. Οι μέρες γίνονταν πιο δύσκολες. Οι νύχτες λιγότερο φωτεινές.
Η ιδέα ήταν δική του. Αυτή συμφώνησε. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Αποστακτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν απροθυμία. Ήταν όμως αργά για να κάνουν πίσω. Κοίταξαν για τελευταία φορά ο ένας τη λάμψη στα μάτια του άλλου. Και μπήκαν μέσα.
Όταν βγήκαν, η λάμψη στα μάτια τους είχε φύγει. Κρατούσαν από ένα φιαλίδιο. Το δικό του περιείχε τη λάμψη από τα δικά της μάτια. Το δικό της περιείχε τη λάμψη από τα δικά του.
Ήρθαν πιο δύσκολες εποχές. Εποχές που δοκίμαζαν την πίστη τους και την αντοχή τους. Αλλά πάντα, είχαν τα φιαλίδια. Και τα έβγαζαν από τις κρυψώνες τους. Και τα πλησίαζαν στα μάτια τους. Και τότε, μια λάμψη γεννιόταν μέσα από το κενό και τα φιαλίδια έλαμπαν. Και μαζί τους έλαμπαν και τα μάτια τους. Και όλα τα προβλήματα ξεπερνιόνταν. Γιατί όταν τα μάτια τους έλαμπαν, τα πάντα γίνονταν ξανά φωτεινά.
Κάποτε, κατάλαβαν ότι ήρθε ο καιρός. Το αποφάσισαν και οι δύο μαζί. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Συγχωνευτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν ανυπομονησία. Κοίταξαν με νοσταλγία τη λάμψη στα φιαλίδιά τους για τελευταία φορά. Και μπήκαν μέσα.
Παρέδωσαν τα φιαλίδια στο Λειτουργό και βγήκαν έξω. Περίμεναν με αγωνία. Ώσπου έφτασε η νύχτα. Τα αστέρια πλημμύρισαν το στερέωμα. Ο Λειτουργός βγήκε από το Συγχωνευτήριο και τους πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια του και τους το έδωσε. Άνοιξαν τρυφερά το μεταξωτό ύφασμα. Ήταν κορίτσι.
Και η λάμψη στα μάτια της ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών.
Εκεί, στην όχθη της Παλιάς Λίμνης, έδωσαν όρκο. Ότι η λάμψη αυτή δε θα σβήσει ποτέ.
Από εκείνη τη νύχτα, όλα ήταν πιο φωτεινά. Η Ζωή ήταν υπέροχη. Η μέρα, ο Ήλιος, τα σύννεφα, η γη, η νύχτα, τα ζώα, τα φυτά. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και κάθε πτυχή της ζωής είχε το δικό της χρώμα, το δικό της νόημα.
Οι Άλλοι κατάλαβαν αμέσως την αλλαγή μέσα τους. Και τους μίσησαν γι' αυτό. Γιατί οι περισσότεροι φθονούν αυτούς που τα μάτια τους λάμπουν.
Αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε. Όσο και να τους φθονούσαν, όσο και να προσπαθούσαν να τους βλάψουν, αυτοί αντάμωναν τα βράδια στην όχθη της Παλιάς Λίμνης και κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Και κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου.
Ο χρόνος όμως περνούσε. Και ο φθόνος των άλλων άρχισε να τους κουράζει και να τους πληγώνει. Οι μέρες γίνονταν πιο δύσκολες. Οι νύχτες λιγότερο φωτεινές.
Η ιδέα ήταν δική του. Αυτή συμφώνησε. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Αποστακτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν απροθυμία. Ήταν όμως αργά για να κάνουν πίσω. Κοίταξαν για τελευταία φορά ο ένας τη λάμψη στα μάτια του άλλου. Και μπήκαν μέσα.
Όταν βγήκαν, η λάμψη στα μάτια τους είχε φύγει. Κρατούσαν από ένα φιαλίδιο. Το δικό του περιείχε τη λάμψη από τα δικά της μάτια. Το δικό της περιείχε τη λάμψη από τα δικά του.
Ήρθαν πιο δύσκολες εποχές. Εποχές που δοκίμαζαν την πίστη τους και την αντοχή τους. Αλλά πάντα, είχαν τα φιαλίδια. Και τα έβγαζαν από τις κρυψώνες τους. Και τα πλησίαζαν στα μάτια τους. Και τότε, μια λάμψη γεννιόταν μέσα από το κενό και τα φιαλίδια έλαμπαν. Και μαζί τους έλαμπαν και τα μάτια τους. Και όλα τα προβλήματα ξεπερνιόνταν. Γιατί όταν τα μάτια τους έλαμπαν, τα πάντα γίνονταν ξανά φωτεινά.
Κάποτε, κατάλαβαν ότι ήρθε ο καιρός. Το αποφάσισαν και οι δύο μαζί. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Συγχωνευτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν ανυπομονησία. Κοίταξαν με νοσταλγία τη λάμψη στα φιαλίδιά τους για τελευταία φορά. Και μπήκαν μέσα.
Παρέδωσαν τα φιαλίδια στο Λειτουργό και βγήκαν έξω. Περίμεναν με αγωνία. Ώσπου έφτασε η νύχτα. Τα αστέρια πλημμύρισαν το στερέωμα. Ο Λειτουργός βγήκε από το Συγχωνευτήριο και τους πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια του και τους το έδωσε. Άνοιξαν τρυφερά το μεταξωτό ύφασμα. Ήταν κορίτσι.
Και η λάμψη στα μάτια της ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών.