Λιγα Λογια..

Το Yes!Just Read your Book! είναι ένα ιστολόγιο/blog που σκοπό έχει να βοηθήσει όλους όσους γράφουν μικρές ή μεγάλες ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα, κριτικές, άρθρα ή ακόμα και συνταγές, να τα δημοσιεύσουν! Στις μέρες που ζούμε το διαδίκτυο αποτελεί τον ευκολότερο, οικονομικότερο και γρηγορότερο τρόπο να κοινοποιήσουμε το έργο μας. Το Yes!Just Read your Book επιδιώκει να γίνει ο μεσάζοντας ανάμεσα σε όλους όσους γράφουν και τον κόσμο, και γιατί όχι και κάποιον εκδοτικό οίκο που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί.
Στο εξωτερικό σε αντίστοιχες σελίδες ήδη άνθρωποι που γράφουν έχουν συνεργαστεί με μεγάλες εταιρίες.
Γιατί να μην υπάρξει κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα;

Ζούμε σε μια χώρα που τα ερεθίσματα για έμπνευση είναι παντού γύρω μας, γιατί λοιπόν να μην τα εκμεταλλευτούμε αν μας αρέσει; Κι αν τελικά το κάνουμε γιατί να μην προωθήσουμε τις ιδέες μας εύκολα και γρήγορα;!

Η γενικότερη ιδέα είναι ότι δημοσιεύουμε κάθε φορά το πολύ ένα κεφάλαιο όταν πρόκειται για ιστορίες ώστε να μην χαθεί η μαγεία της προσμονής για το παρακάτω, που όλοι εμείς οι βιβλιοφάγοι λατρεύουμε.

Επίσης, με αυτή τη μέθοδο δίνεται η ευκαιρία στον εκάστοτε συγγραφέα να επηρεαστεί από τα σχόλια του αναγνωστικού κοινού του ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας του.

Σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, επιθυμία της Ομάδας του Yes!Just Read Your Book είναι να δημοσιεύει ο καθένας μόνος του τα κείμενα του κατ'ευθείαν ώστε να εξασφαλίζεται κι η προέλευση του κάθε κειμένου. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας που δημοσιεύει κάποια ιστορία από τον δικό του υπολογιστή μέσω του δικού του email κατοχυρώνει αυτόματα και το κείμενο αυτό και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο. Βέβαια αυτό προυποθέτει να μην έχει αντιγραφεί το εκάστοτε κείμενο από αλλού αλλά πράγματι να δημοσιεύεται για πρώτη φορά.


Με εκτίμηση,

Η ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πως Μπορω να δημοσιευσω κι εγω;

Εάν θες κι εσύ να μοιραστείς μαζί μας τα κείμενα σου, δεν έχεις παρά να εκδηλώσεις το ενδιαφέρον σου μέσω της Φόρμας Επικοινωνίας (Κάτω δεξιά) και μετά από λίγο θα λάβεις στο email σου πρόσκληση που θα σου δίνει τη δυνατότητα να δημοσιεύεις κατ'ευθείαν στο Just Read Your Book!

Σε περιμένουμε!!

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Σιγά μην τύχει σ' εμενα (4ο μέρος) ..από Just Read Your Book

Όταν έφυγε από την ζωή, σκέφτηκα ότι τώρα μπορώ να πίνω ελεύθερα. Δεν χάρηκα αλλά ένιωσα μια απρόσμενη ανακούφιση. Αυτό το συναίσθημα ήταν που με τρόμαξε. Σκέφτηκα ότι η Άννι μου, που μπορεί να μην μου μιλούσε πολύ και να είχε πάψει να με αγαπάει όπως όταν ήμουν μικρή, έφυγε. Έφυγε για πάντα. Δεν θα την ξαναέβλεπα, σαν τον πατέρα μου. Και εγώ το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν ανακούφιση; Μα πως μπόρεσα; Τι έπαθα;
Αυτές οι ερωτήσεις αλλά και η άσχημη απόλυση μου όταν το αφεντικό μου κατάλαβε ότι πίνω πριν τη δουλειά με οδήγησαν στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Ένα άρθρο σε ένα περιοδικό έγραφε πόσο πολύ σε βοηθούν και δεν σε εκθέτουν και κυρίως δεν σε κοιτούν παράξενα εκεί. Αποφάσισα να πάω. Τι είχα να χάσω; Ίσως μάλιστα να μπορούσαν να με βοηθήσουν να διώξω τους εφιάλτες μου που τον τελευταίο καιρό ενώ έπινα όλο και πιο πολύ δεν έλεγαν να φύγουν. Ήμουν πεπεισμένη πως δεν ήμουν αλκοολική γιατί είχα λόγο που έπινα, να φύγουν οι εφιάλτες. Όμως όταν έχασα την μητέρα μου συνειδητοποίησα ότι οι εφιάλτες έχουν γυρίσει αν και εγώ πίνω. Μα τι συνέβαινε άραγε. Εκεί θα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Σίγουρα.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά από εκείνη την απρόσμενη απόφαση μου να ζητήσω βοήθεια χωρίς καν να είμαι σίγουρη αν έχω πρόβλημα, βεβαιώθηκα. Ήμουν αλκοολική. Έχω να πιω περίπου δυόμισι χρόνια αν υπολογίσουμε και ένα μικρό μου στραβοπάτημα την πρώτη χρονιά. Για πρώτη φορά νιώθω περήφανη για τον εαυτό μου έπειτα από πολλά χρόνια. Πολύ συχνά βλέπω εφιάλτες και ψάχνω να βρω αλκοόλ αλλά εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Το μόνο μεθυστικό είναι οι ατελείωτες συζητήσεις και εξομολογήσεις στους ειδικούς που μετά από τα όσα με δίδαξαν μπορώ να τους αποκαλώ και σωτήρες μου. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις κατάλαβα ότι η μητέρα μου με αγαπούσε, αλλά ήταν τόσο νέα όταν έχασε την μεγάλη της αγάπη που σοκαρίστηκε και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Φοβήθηκε να συνεχίσει να ζει και γι’ αυτό ζούσε μόνο για να δουλεύει. Προσπάθησε να αποφύγει κάθε άλλο συναισθηματικό δέσιμο ακόμα και με εμένα το παιδί της για να μην πληγωθεί πάλι. Δεν την συγχωρώ άλλα πλέον μπορώ να την καταλάβω. Πέρασα πολλά στη ζωή μου και ούτε που το έμαθε ποτέ, ούτε που νοιάστηκε. Τελικά δεν ήταν όσο δυνατή πίστευα γιατί εκείνη φοβήθηκε να αντιδράσει στην μοίρα της και υπέκυψε. Εγώ δεν το έκανα και νιώθω δυνατή και περήφανη γι’ αυτό.
Δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει. Δεν ξέρω καν τι θα κάνω στο μέλλον. Για αρχή θέλω να αναζητήσω την Τζέιν, να μάθω αν τελικά ζει στο Παρίσι, να μάθω τι κάνει και πως ζει. Νιώθω περίεργα τώρα που βγαίνω από το ίδρυμα. Φοβάμαι για την πρώτη μου αντίδραση μπροστά στο αλκοόλ αλλά είμαι αισιόδοξη. Ελπίζω. Άλλωστε είμαι λογική, έχω έναν στόχο και επειδή είμαι πεισματάρα σαν την Άννι θα τον πετύχω.

Λίντσι Μόλισμπεργκ

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΜΠΟΥΝ

Κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Η λάμψη στα μάτια τους ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών που καθρεφτίζονταν στα ακίνητα, σκοτεινά νερά.
Εκεί, στην όχθη της Παλιάς Λίμνης, έδωσαν όρκο. Ότι η λάμψη αυτή δε θα σβήσει ποτέ.

Από εκείνη τη νύχτα, όλα ήταν πιο φωτεινά. Η Ζωή ήταν υπέροχη. Η μέρα, ο Ήλιος, τα σύννεφα, η γη, η νύχτα, τα ζώα, τα φυτά. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και κάθε πτυχή της ζωής είχε το δικό της χρώμα, το δικό της νόημα.

Οι Άλλοι κατάλαβαν αμέσως την αλλαγή μέσα τους. Και τους μίσησαν γι' αυτό. Γιατί οι περισσότεροι φθονούν αυτούς που τα μάτια τους λάμπουν.
Αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε. Όσο και να τους φθονούσαν, όσο και να προσπαθούσαν να τους βλάψουν, αυτοί αντάμωναν τα βράδια στην όχθη της Παλιάς Λίμνης και κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Και κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου.

Ο χρόνος όμως περνούσε. Και ο φθόνος των άλλων άρχισε να τους κουράζει και να τους πληγώνει. Οι μέρες γίνονταν πιο δύσκολες. Οι νύχτες λιγότερο φωτεινές.

Η ιδέα ήταν δική του. Αυτή συμφώνησε. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Αποστακτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν απροθυμία. Ήταν όμως αργά για να κάνουν πίσω. Κοίταξαν για τελευταία φορά ο ένας τη λάμψη στα μάτια του άλλου. Και μπήκαν μέσα.
Όταν βγήκαν, η λάμψη στα μάτια τους είχε φύγει. Κρατούσαν από ένα φιαλίδιο. Το δικό του περιείχε τη λάμψη από τα δικά της μάτια. Το δικό της περιείχε τη λάμψη από τα δικά του.

Ήρθαν πιο δύσκολες εποχές. Εποχές που δοκίμαζαν την πίστη τους και την αντοχή τους. Αλλά πάντα, είχαν τα φιαλίδια. Και τα έβγαζαν από τις κρυψώνες τους. Και τα πλησίαζαν στα μάτια τους. Και τότε, μια λάμψη γεννιόταν μέσα από το κενό και τα φιαλίδια έλαμπαν. Και μαζί τους έλαμπαν και τα μάτια τους. Και όλα τα προβλήματα ξεπερνιόνταν. Γιατί όταν τα μάτια τους έλαμπαν, τα πάντα γίνονταν ξανά φωτεινά.

Κάποτε, κατάλαβαν ότι ήρθε ο καιρός. Το αποφάσισαν και οι δύο μαζί. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Συγχωνευτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν ανυπομονησία. Κοίταξαν με νοσταλγία τη λάμψη στα φιαλίδιά τους για τελευταία φορά. Και μπήκαν μέσα.

Παρέδωσαν τα φιαλίδια στο Λειτουργό και βγήκαν έξω. Περίμεναν με αγωνία. Ώσπου έφτασε η νύχτα. Τα αστέρια πλημμύρισαν το στερέωμα. Ο Λειτουργός βγήκε από το Συγχωνευτήριο και τους πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια του και τους το έδωσε. Άνοιξαν τρυφερά το μεταξωτό ύφασμα. Ήταν κορίτσι.
Και η λάμψη στα μάτια της ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Το Γεύμα


«Ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος αν όλοι ήξεραν να χρησιμοποιούν σωστά το μαχαίρι και το πιρούνι». Έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο κύριος Καθηγητής, αναλογίστηκε ο Πέτρος την ώρα που το ζουμερό κομμάτι από το μπον φιλέ του, ικανοποιούσε με το παραπάνω τους γευστικούς θύλακες της γλώσσας του.
Ουσιαστικά, ο Καθηγητής ήθελε να πει – και το έλεγε συχνά – ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ότι τρώει, κατά τη γνωστή ρήση «είμαστε ότι τρώμε». Έδινε ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στο πώς τρώμε. Θεωρούσε ότι αυτό μας ξεχώριζε από τα ζώα. Πίστευε ότι ήταν καθήκον της οικογένειας, της κοινωνίας και σε τελική ανάλυση της πολιτείας, να διδάξει τα νέα παιδιά να τρώνε σωστά, με ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο και με βάση τους κανόνες του savoir vivre. Υποστήριζε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, λόγω της προσεγμένης και ισορροπημένης διατροφής, θα πληρούσε τη βασικότερη προϋπόθεση του «νος γις ν σώματι γιε». Από την άλλη, οι σωστοί κανόνες συμπεριφοράς στο τραπέζι, προσδίδουν στο άτομο την ιδιότητα της ευγένειας, το εκπαιδεύουν να δίνει προσοχή στη λεπτομέρεια, να αποφεύγει περιττές κινήσεις και να σέβεται τους συνδαιτυμόνες/συνανθρώπους του. Αυτή του η θεωρία, του είχε γίνει εμμονή. Σε κάθε γεύμα που παρίστατο, πάντοτε εύρισκε την ευκαιρία και πέταγε ένα σχετικό σχόλιο, με το χαρακτηριστικό του ύφος, και αμέσως καταλάβαινες ότι το αγαπημένο του θέμα είχε ήδη σερβιριστεί προς συζήτηση. Και τότε όλοι σταματούσαν να τρώνε, παρά κάθονταν και τον άκουγαν με προσοχή, γιατί τρόπος που μιλούσε ήταν τόσο όμορφος και κομψός, όπως ο τρόπος που έτρωγε.

Ένα από τα αγαπημένα του σχόλια ήταν η ερμηνεία της λέξης «συντροφιά». Θα ξεκινούσε την κουβέντα λέγοντας: «Αλήθεια, μπορεί να μαντέψει κανείς τι σημαίνει η λέξη “συντροφιά”»; Φυσικά δεν άφηνε και πολύ χρόνο για να το σκεφτούν οι υπόλοιποι. Ακόμα και αυτοί που το είχαν ξανακούσει, δεν απαντούσαν. Άλλωστε και ο ίδιος το απολάμβανε ιδιαίτερα να κάνει ξανά και ξανά την ίδια ανάλυση: «Η λέξη συντροφιά προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων “συν” και “τρέφομαι”. Δηλαδή τρώω μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους. Και αυτή η λέξη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας και του πολιτισμού μας. Οι πρώτοι άνθρωποι στην αρχή ήταν μοναχικοί τροφοσυλλέκτες. Έπειτα, ανακάλυψαν την ευεργετική επίδραση της πρωτεΐνης που λάμβαναν από το κρέας και εξελίχθηκαν σε κυνηγούς. Σύντομα, άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες και να κυνηγούν μαζί προκειμένου να εξασφαλίσουν πιο εύκολα και με περισσότερη ασφάλεια το πολύτιμο και θρεπτικό κρέας. Αυτοί αποτελούσαν τις πρώτες “συντροφιές”, τις πρώτες κοινωνικές ομάδες. Στις μεταγενέστερες κοινωνίες, το κέντρο του σπιτιού κάθε οικογένειας ήταν η εστία. Όχι μόνο γιατί εκεί ζεσταίνονταν από τη φωτιά που έκαιγε, αλλά και γιατί εκεί μαγειρευόταν το φαγητό. Έτσι, η ώρα του φαγητού απέκτησε μία μοναδική ιερότητα στο πέρασμα των αιώνων, η οποία διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Γι’ αυτό λοιπόν αγαπητοί μου, είναι τραγικό αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα. Άνθρωποι να κάθονται στα διαμερίσματά τους και να τρώνε μόνοι τους και τις περισσότερες φορές φαγητό πρόχειρο, το οποίο συνήθως παραγγέλνουν “απ’ έξω”, και το οποίο ετοιμάζει στα γρήγορα ένας βαριεστημένος υπάλληλος, με υλικά αμφιβόλου ποιότητας. Απλά, τραγικό.»

Ο Πέτρος έπιασε τη λαβίδα, σερβίρισε στο πιάτο του μία μπριζόλα σενιάν και άρχισε να την τεμαχίζει με εξαιρετική μαεστρία. Έφερε στο μυαλό του το τελευταίο γεύμα που είδε τον Καθηγητή, την προηγούμενη της εξαφάνισής του, πριν από μία εβδομάδα. Ήταν ένα συνηθισμένο γεύμα στο σπίτι του Δημάρχου και στο τραπέζι καθόταν ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος θα συνεργαζόταν με το Δήμο, σε ένα μεγαλόπνοο δημοτικό έργο. Ο τύπος ήταν απίστευτα χοντρός και το προγούλι του ήταν τόσο μεγάλο που νόμιζες ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει λαιμό. Είχε τοποθετήσει την πετσέτα του στο γιακά σα σαλιάρα και είχε αρπάξει ένα μπούτι κοτόπουλο και πιάνοντάς το και με τα δύο χέρια, το καταβρόχθιζε. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στη φαλάκρα του, ενώ το απεριποίητο μουστάκι του και τα δάχτυλά του είχαν γεμίσει σάλτσες και λίγδα, και το μέχρι πριν λίγο λευκό πουκάμισό του είχε γεμίσει λαδιές. Ο κύριος Καθηγητής, είχε από ώρα σταματήσει να τρώει και τον κοιτούσε σιωπηλός και ακίνητος, χωρίς όμως να αφήσει την αηδία να εκφραστεί στο πρόσωπό του. Η στιγμή ήταν φορτισμένη, σαν την ηρεμία πριν την καταιγίδα. Με το στόμα γεμάτο και το μπούτι να διαγράφει σχέδια στον αέρα, ο χοντρός επιχειρηματίας εξηγούσε με περηφάνια στους υπόλοιπους, πώς πέτυχε τη συγχώνευση με μία ανερχόμενη ανταγωνιστική εταιρία, αφού προηγουμένως είχε καταφέρει με χρηματιστηριακά τρυκ να υποτιμήσει τη μετοχή της και να την εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή και αμέσως μετά άρχισε να γελάει βροντερά, με τη μασημένη τροφή να αναδεύεται μέσα στο στόμα του. Σ’ αυτή τη θέα ο Καθηγητής σηκώθηκε όρθιος. Όλοι οι υπόλοιποι σταμάτησαν να τρώνε και τον κοίταξαν. Είχε αναψοκοκκινίσει και τα μάτια του κατακεραύνωναν το χοντρό. Ο Δήμαρχος ξεροκατάπιε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Καθηγητής ανάκτησε την ψυχραιμία του και το χρώμα του ξαναγύρισε στο πρόσωπό του. Με ήρεμη και ευγενική φωνή απευθύνθηκε στο χοντρό λέγοντάς του: «Είστε αδηφάγος, αγενέστατος, απεχθής και ανάγωγος». Έπειτα απευθύνθηκε στο Δήμαρχο και του είπε: «Συγχωρέστε με» και έφυγε.

Ο Πέτρος ήπιε μια γουλιά κρασί και αναρωτήθηκε αν εκείνο το βράδυ ο Καθηγητής περισσότερο εξοργίστηκε ή χάρηκε. Και βέβαια εξοργίστηκε, γιατί κάθισε για φαγητό στο ίδιο τραπέζι με έναν τύπο σαν το χοντρό επιχειρηματία. Από την άλλη όμως, ο χοντρός επιχειρηματίας, επιβεβαίωνε πανηγυρικά και περίτρανα τη θεωρία του. Ο τρόπος που ο χοντρός συμπεριφερόταν στο τραπέζι δε διέφερε καθόλου από τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε ως επιχειρηματίας. Ο Πέτρος έκοψε άλλο ένα κομμάτι κρέας από τη μπριζόλα του και το έφερε στο στόμα του. Άρχισε να το μασάει αργά και σχολαστικά και αναρωτήθηκε αν η θεωρία του κύριου Καθηγητή θα μπορούσε να ισχύει. Σίγουρα η υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή αποτελεί τη βάση για ένα υγιές σώμα και έναν υγιή και κατ’ επέκταση λογικά σκεπτόμενο νου. Η εκμάθηση της σωστής χρήσης του σερβίτσιου θα μπορούσε να κάνει τον άνθρωπο να προσέχει τη λεπτομέρεια, να του αναπτύξει την οξυδέρκεια και αυτό που λέμε «να αποκτήσει τρόπους». Όλα αυτά έπειτα θα τα εφαρμόσει και στις υπόλοιπες πτυχές της ζωής του. Δε θα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος ισορροπημένος, έξυπνος, ευαίσθητος, ευγενής και ανίκανος να κάνει κακό σε κάποιον συνάνθρωπό του;

«Μπα…», σκέφτηκε καθώς κατάπινε το τελευταίο κομμάτι αυτού που κάποτε ήταν ο κύριος Καθηγητής.



Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

"Χαρηκα που σε γνωρισα, και τωρα...;" Μερος Α΄

Ήταν σκοτεινά σε εκεινο το σημείο. Στον δρόμο που ειχα παρκαρει ηταν μονόδρομος, στη γωνια ενος πεζόδρομου,  στον οποιο σε έβγαζε απέναντι  στον Ψηλο Βράχο.   Ηταν θεοσκοτεινα. Το μονο που εβλεπα μπροστά μου ηταν τα φώτα του Ψηλού Βραχου. Τιποτε άλλο. Δεξιά ενα κτήριο και σκοτάδι. Αριστερα ενας παιδικος σταθμος και σκοτάδι. Δε μου αρέσει το σκοτάδι. Με αγχώνει. Η αγωνία μου στο κόκκινο ενέτεινε το άγχος μου.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

24 Σεπτεμβριου 2007

Ηρθε η μεγαλη μέρα. Το ραντεβου κανονιστηκε στα μέρη του, στις 9.00μμ  το βραδυ. Εκεινη την χρονια έκανε ακόμα καλοκαίρι. Υψηλες για την εποχη θερμοκρασιες. Στα βόρεια μέρη που ζουμε εμείς, μόλις αρχισε να κάνει ψύχρα.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Λιγο πριν την συναντηση

Μεσολαβησαν κανα δυο τηλεφωνηματα ακομα αυτες τις πεντε μέρες που τον περιμενα να ερθει απο Τσεχια. Απο το Πανεπιστημιο που διδασκε. Τι διδασκε;; Θεματα Πληροφορικης, ας πουμε...
Ειχε να δει καποιους φοιτητες ακομα και να τακτοποιησει τις διατριβες τους, που ειχε αναλαβει ο ιδιος να τους πατροναρει, γιατι το βασικο σεμιναριο είχε τελειωσει.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Το Μαχαίρι



         O Μανούσος θα έκανε τα πάντα για λίγα χρήματα. Θα πούλαγε και την ίδια του τη μάνα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα το χρήμα. Ίσως και να το σιχαινόταν. Εξάλλου, ποτέ δε μπόρεσε να κρατήσει φράγκα πάνω του, αν και από τα χέρια του είχαν περάσει ολόκληρες περιουσίες. Λάτρευε τις απολαύσεις που τα λεφτά του πρόσφεραν. Τις ελευθερίες που εξαγόραζαν. Τα πάθη που ικανοποιούσαν. Το ποτό, τις γυναίκες, τα ναρκωτικά, το τζόγο.

Εδώ και κάμποσες εβδομάδες πέρναγε ένα μαρτύριο. Δεν είχε σάλιο. Είχε μείνει ταπί. Κοίταξε γύρω, στο άδειο σπίτι του, μπας και βρει τίποτα για σκότωμα. Τα είχε πουλήσει σχεδόν όλα. Τα έπιπλα, την τηλεόραση, ένα μικρό στερεοφωνικό. Το μόνο που είχε ήταν ένας καναπές, που χρησίμευε και για κρεβάτι, και κάτι φτηνοί πίνακες που δεν τους έπαιρνε κανείς, ούτε για ψίχουλα. «Η ντουλάπα», σκέφτηκε. Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει με μανία ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα του και έπειτα στις τσέπες από τα παντελόνια και τα πουκάμισα. Ένα χαρτονόμισμα. Δεκάευρο.
«Αρχίδια», είπε φωναχτά και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει.
Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη αντανάκλασή του τον κοίταξε απελπισμένα. Κάτι γυάλιζε στο λαιμό του κάτω από το γιακά. Ο βαφτιστικός σταυρός του. Το ‘χε σκεφτεί ξανά πριν μερικές μέρες, όμως το ‘χε αποκλείσει. Τότε είχε ακόμα την τηλεόραση. Ήξερε για ένα τύπο – Μπάμπουρα τον φώναζαν; - που μπορούσε να τ’ αφήσει ενέχυρο. Θα ‘βγαζε τουλάχιστον διακόσια. Ήταν ολόχρυσος. Έκανε ένα τηλέφωνο, έβαλε το μπουφάν του και βγήκε.
Το τρίτο δεξιά κουδούνι στο 112 της Δροσοπούλου έγραφε «Μπάμπης».
«Μπάμπουρας», σκέφτηκε ο Μανούσος και το πάτησε.
«Ποιος;», ακούστηκε από το μικρό ηχείο του θυροτηλεφώνου.
«Ο Μανούσος.»
Παύση.
«Ποιός Μανούσος;»
Κόμπιασε.
«Με στέλνει ο Άκης, δε σου μίλησε;»
«Α, ναι, ναι. Πέρνα.»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος ακούστηκε. Ο Μανούσος έσπρωξε την πόρτα, ακούστηκε ένα κλικ και αυτή άνοιξε.

Σε ένα φθαρμένο μπορντό καναπέ μιας γκαρσονιέρας, στο δεύτερο όροφο, ο Μπάμπουρας κράταγε στο χέρι του το σταυρό, σαν να τον ζύγιζε. Στο άλλο κράταγε ένα τσιγαριλίκι. Το δωμάτιο βρωμοκόπαγε. Ο Μανούσος ρουφούσε τον αέρα από τη μύτη με βαθιές αναπνοές. Ο άλλος τον κατάλαβε και του πρόσφερε το τσιγαριλίκι.
«Τράβα», του είπε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Μανούσος και τράβηξε δυο τρεις απανωτές. Κράτησε τον καπνό μέσα του για αρκετή ώρα και έπειτα τον έβηξε πνιγμένος.
«Καλό πράμα;», ρώτησε ο Μπάμπουρας.
«Καλό», είπε ο Μανούσος και του το ‘δωσε πίσω.
Ήταν πραγματικά καλό. Καιρό είχε να φουμάρει κάτι τέτοιο. Ελαφρώς ζαλισμένος μπήκε κατευθείαν στο θέμα:
«Πόσα;»
«Πενήντα»
«Τι πενήντα ρε φίλε, είναι ατόφιο χρυσάφι. Πιάνει τουλάχιστον διακόσια.»
«Το μαρούλι τι θα το κάνεις;»
«Δική μου δουλειά»
«Είναι και δική μου. Αν σου δώσω διακόσια και πας και τα φας και δεν έρθεις να το πάρεις, θα ξεμείνω με ένα βαφτιστικό που και να το λιώσω, δε θα μου φτάνει ούτε για τις κουφάλες στα δόντια μου. Γι’ αυτό, ξαναρωτάω: Το μαρούλι, τι θα το κάνεις;»
«Κόκκαλα»
«Πενήντα»
Ο Μανούσος έκανε να σηκωθεί.
«Ώπα, περίμενε», είπε ο Μπάμπουρας και έδειξε με τα μάτια του στη ζώνη του Κρητικού.
«Τι έχεις εκεί;»
«Το μαχαίρι ξέχνα το»
«Κάτσε κάτω και δως μου να του ρίξω μια ματιά», του είπε και του πρόσφερε ξανά το τσιγαριλίκι.
Ο Μανούσος πήρε διστακτικά το τσιγάρο στο χέρι του – πολύ καλό για να αρνηθεί μια τζούρα ακόμη. Έβγαλε το ασπρομάνικο με τη θήκη του και το ‘δωσε στον άλλον.
Ο άλλος κράτησε το μαχαίρι με τα δυο χέρια. Χάιδεψε τη φιλντισένια λαβή του, τους σκαλιστούς ασημένιους καμπτζέδες του, τη δερμάτινη θήκη του. Έκανε να το τραβήξει. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο Κρητικός του ‘πιασε το χέρι και τον κοίταξε στραβωμένος.
«Το μαχαίρι βγαίνει από τη θήκη του είτε για να χύσει αίμα, είτε για να καθαριστεί. Και τώρα δε θέλω να το καθαρίσω»
«Ώπα φίλε, χαλάρωσε», είπε ο Μπάμπουρας και του ‘δωσε το μαχαίρι πίσω. «Ήθελα μόνο να δω τη μαντινάδα»
«Όπως σου είπα. Το μαχαίρι δε βγαίνει από τη θήκη του»
Ο Μπάμπουρας τον κοίταξε πονηρά.
«Λοιπόν, Κρητικόπουλο, σου ‘χω μια προσφορά», είπε ο απατεώνας. Ο Μανούσος δεν πρόσεξε τη γυαλάδα στο μάτι του.
«Το μαχαίρι ξέχνα το», είπε για μια ακόμα φορά ο Μανούσος.
«Άκου πρώτα…»
«Λέγε»
«Θα σου δώσω δυο κατοστάρικα για το μαχαίρι και άλλα εκατό για το σταυρό»
Ο Μανούσος το σκέφτηκε. Δεν ήθελε με την καμία να σκοτώσει το μαχαίρι. Του το ‘χε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μόλις επτά. Πρόσεξε όμως - μες τη θολούρα του από το μαύρο – ότι ο Μπάμπουρας του ‘δινε τώρα πενήντα παραπάνω για το σταυρό. Ήθελε να υποτιμήσει την αξία του μαχαιριού, αλλά για να μην τον κάνει να αισθάνεται ότι τον πιάνει κορόιδο, του δίνει πενήντα παραπάνω για το σταυρό έτσι ώστε να φτάσει πιο κοντά στην πραγματική συνολική αξία και των δυο. Έξυπνο, αλλά ο Μανούσος δεν ήταν χθεσινός. Έβλεπε ότι είχε το πάνω χέρι στο παζάρι. Αλλά, από την άλλη… όχι το μαχαίρι. Όμως, αν του πήγαινε καλά η βραδιά, θα μπορούσε να έρθει πάλι αύριο και να το πάρει πίσω. Και θα του πήγαινε καλά η βραδιά. Είχε καιρό να του πάει καλά. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και τα ‘νιωσε καλά. Όπως τότε που κέρδιζε.
«Πέντε», είπε ο Μανούσος αποφασιστικά.
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε», είπε ο Μπάμπουρας. Ψαχούλεψε με το χέρι του ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ και έβγαλε ένα σακουλάκι μαύρο. Του το πέταξε. Ο Μανούσος το ‘πιασε στον αέρα. Θα ‘πρεπε να ‘ταν καμιά δεκαριά γραμμάρια.
«Θα σου δώσω τριάμισι κατοστάρικα και το πράμα. Με τέσσερα τα παίρνεις πίσω»
Ο Μανούσος ξανασκέφτηκε. Το πράμα, δεδομένου ότι είναι της ίδιας ποιότητας που δοκίμασε, θα κάνει καμιά κατοστάρα. Και τριάμισι, τεσσεράμισι. Βέβαια ο Μπάμπουρας το ‘χε πάρει πολύ πιο φτηνά, κάνα πενηντάρικο. Οπότε, τέσσερα. Άρα ο άλλος ήταν στα ίσα του. Βέβαια θα πόνταρε ότι ο Μανούσος θα έχανε το χρήμα στα ζάρια και δε θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Όμως έκανε λάθος. Δε θα έχανε. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Θεωρώντας ότι πέτυχε μια καλή συμφωνία, άφησε το μαχαίρι και το σταυρό, πήρε το χρήμα και το πράμα, δώσανε τα χέρια και έφυγε.
Καθώς γύριζε, μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ και πήρε τσιγάρα και ένα μπουκάλι τσικουδιά. Πήγε σπίτι και άραξε στον καναπέ. Είχε ακόμα δυο-τρεις ώρες μέχρι να πάει στη μπαρμπουτιέρα του «Σελάχια». Έφτιαξε ένα μπάφο και τον ήπιε. Έπειτα έφτιαξε άλλον ένα. Πέντε μπάφους και ένα μπουκάλι τσικουδιά αργότερα, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Περπάταγε στο δρόμο ευτυχισμένος. Ήταν φτιαγμένος και φορτωμένος. Και πάνω απ’ όλα, ένιωθε τυχερός. Μετά από λίγη ώρα θα είχε χρήμα, θα πήγαινε στου Μπάμπουρα να πάρει πίσω το μαχαίρι και το σταυρό. Και λίγο μαύρο ακόμα. Και μετά θα πέρναγε μια βόλτα από την Πιπίνου. Θα έδινε στη Ζέτα ένα πενηντάρικο παραπάνω για το «έξτρα» πρόγραμμα.

* * *

Το τέταρτο από κάτω κουδούνι, στο 67 της Κεφαλληνίας, έγραφε «Μάκης».
«Σελάχιας», σκέφτηκε ο Μανούσος και χτύπησε το κουδούνι.
«Ποιος;», είπε το θυροτηλέφωνο.
«Μανούσος»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος, ένα κλικ και η πόρτα άνοιξε.
Κατέβηκε στο ημιυπόγειο. Έξω από την ξύλινη πόρτα μύριζε τσιγαρίλα. Ένιωσε κάποιον να τον τσεκάρει από το ματάκι. Η πόρτα άνοιξε. Τον υποδέχτηκε ένας χοντρός με την κοιλιά του να ξεχειλίζει από το παντελόνι. Ο «Σελάχιας». Από το μισάνοιχτο πουκάμισο πετάγονταν γκρίζες τρίχες. Πίσω του κάπνα και φωνές γύρω από την μπαρμπουτιέρα.
«Να δω», είπε ο χοντρός.
Ο Μανούσος έβγαλε από την τσέπη του το πάκο με τα εικοσάρικα. Ο χοντρός ξίνισε. Ο μικρός δεν ήταν πολύ φορτωμένος, αλλά καλά κι αυτά τα λίγα.
Μετά από κάνα τέταρτο, ο Μανούσος ήταν ένα κατοστάρικο μείον. Έπρεπε να ρεφάρει. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Τα ένιωσε καλά. Όλα μέσα. Δυόμισι κατοστάρικα. Και ένα ξεχασμένο δεκάρικο, διακόσια εξήντα. Μια ζαριά και…

Ντόρτια.

Ο Μανούσος καθόταν ξαπλωμένος στον καναπέ του. Τα τελευταία δυο τσιγάρα τον χάλασαν. Έβγαλε από την τσέπη του το σακουλάκι. Τρίμματα. Δεν είχε πια ούτε μαύρο, ούτε τσικουδιά, ούτε λεφτά, ούτε το μαχαίρι. Θεέ μου, το μαχαίρι. Πώς θα το πάρει τώρα πίσω. Σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει. Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη, άθλια αντανάκλασή του τον κοίταζε με περιφρόνηση. Πώς μπόρεσε και έδωσε το μαχαίρι; Και πώς θα το πάρει τώρα πίσω;
Θα πάει να του το ζητήσει σαν άντρας. Θα πάρει το μαχαίρι πίσω και θα του χρωστάει τα λεφτά. Στο τέλος-τέλος είναι φίλος του Άκη. Δε μπορεί, έστω για χάρη του Άκη, θα του το δώσει.
Φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε έξω.


Στο θυροτηλέφωνο ακούστηκε η αλλοιωμένη φωνή του Μπάμπουρα: «Ποιός;»
«Ο Μανούσος»
«Ποιός Μανούσος;»
Πραγματικά δε θυμόταν ή τού ‘κανε πλάκα;
«Ο Μανούσος που ήρθα νωρίτερα. Άνοιξε»
Μετά από μια κάποια καθυστέρηση - επιτηδευμένη; - η πόρτα άνοιξε. Η πάνω πόρτα της γκαρσονιέρας ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Ο Μανούσος την έσπρωξε και μπήκε μέσα.
Το θέαμα που είδε του ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Στο τραπεζάκι, μια μισοφαγωμένη πίτσα. Στον καναπέ, ο Μπάμουρας γερμένος προς τα πίσω. Στο χέρι του κράταγε το μαχαίρι γυμνό και με τη μύτη του καθάριζε τα δόντια του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμηξε πάνω του. Ο άλλος τον αντιλήφθηκε και μόλις που πρόλαβε να σηκωθεί. Αλλά ο Κρητικός τον έπιασε από το λαιμό. Έχασαν την ισορροπία τους και με μια ενδιάμεση στάση στο τραπεζάκι με την πίτσα, σωριάστηκαν στο πάτωμα. Ο Μπάμπουρας σηκώθηκε γρήγορα όρθιος. Ο Κρητικός, ξαπλωμένος ανάσκελα, έκανε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του. Και τότε είδε τη φιλντισένια χειρολαβή του μαχαιριού του να προεξέχει από την κοιλιά του. Το τελευταίο πράγμα που του ‘ρθε στο μυαλό, πριν χάσει τις αισθήσεις του για πάντα, ήταν η μαντινάδα που ήταν χαραγμένη πάνω στη λεπίδα του:
«Ετούτ’ η λάμα η κοφτερή
Που κουβαλώ μαζί μου
Σκοπό της έχει να φυλά
Την ακριβή ζωή μου»


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Σιγά μην τύχει σ' εμενα (3ο μέρος) ..από Just Read Your Book

Η Άννι έλεγε πως την βοηθάει να χαλαρώνει και να ξεχνάει τα διάϕορα άγχη της. Έτσι λοιπόν, όταν έκλεισα πλέον τα 15 μου χρόνια αποϕάσισα να το δοκιμάσω και εγώ. Στην αρχή είχα λίγο άγχος γιατί ϕοβόμουν, άκουγα τόσα πολλά για τους αλκοολικούς αλλά πίστευα στον εαυτό μου και έλεγα σιγά μην γίνω κι αλκοολική, λίγα ποτηράκια μόνο για να δω πως θα νιώσω. Ήθελα να δω αν όντως θα κάνει καλό στις πληγές μου. Και δυστυχώς έκανε. Έτσι για μερικά βράδια, μόλις η Άννι ξάπλωνε εγώ έπινα 2-3 ποτήρια από το ποτό της, ήταν το γιατρικό μου. Κάποιες στιγμές ένιωθα ιδιαίτερα τυχερή που το βρήκα γιατί δεν πονούσα πια όμως ϕοβόμουν ότι δεν ήταν σωστό και έτσι έπειτα από τρία τέσσερα βράδια ευτυχίας και ξεγνοιασιάς αποϕάσισα να πάω για ύπνο χωρίς να πιω. Σκέϕτηκα ότι μου είχε κάνει ήδη πολύ καλό και ότι δεν το χρειαζόμουν πια. Όμως εκείνο το βράδυ οι εϕιάλτες επέστρεψαν, και ήταν τόσο τρομακτικοί. Την επόμενη μέρα ήμουν πλέον σίγουρη ότι μόνο καλό μου έκανε το ουίσκι και ότι ήμουν τυχερή γιατί η μητέρα μου δεν μου μιλούσε ποτέ και δεν έδινε σημασία στο ότι μπορεί να τελείωνε το μπουκάλι του ποτού, απλά θα αγόραζε άλλο, και έτσι δεν θα υποψιαζόταν ποτέ ότι μου άρεσε να πίνω. Ότι δεν βοηθούσε μόνο εκείνη αλλά και εμένα το ουίσκι. 
Για πολλούς μήνες έπινα τρία ή τέσσερα ποτήρια κάθε βράδυ. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάποια στιγμή σκέϕτηκα να δοκιμάσω και άλλα ποτά από το μπαρ του σπιτιού για να δω μήπως μου κάνουν ακόμη μεγαλύτερο καλό από το ουίσκι, και έτσι έκανα. Στην αρχή έπινα μικρές ποσότητες και όσο περνούσε ο καιρός και το συνήθιζα έπινα όλο και περισσότερο. Ύστερα από ένα χρόνο δεν μου έϕτανε να πίνω κάθε βράδυ μόνο. Έπινα με την πρώτη ευκαιρία. Ήταν όλα τόσο ωραία, τόσο χαλαρά και κυρίως δεν πονούσα. Δεν με ένοιαζε που δεν μιλούσαμε πια καθόλου με την μητέρα μου. Εκτός από κάποιες ϕορές που με έπιαναν τα κλάματα χωρίς να ξέρω γιατί. Ένα ακόμη ερωτηματικό στη ζωή μου. Μάλλον καμμιά ϕορά το ποτό με έκανε ευαίσθητη. Δεν ξέρω. Όταν έκλεισα τα 18, μετρούσα ήδη τρία χρόνια εξάρτησης χωρίς να το έχει καταλάβει η ίδια μου η μητέρα. Στο σχολείο συχνά με ρωτούσαν αν είμαι καλά αλλά κανείς δεν είχε καταλάβει κάτι. Έλεγαν ότι περνάω δύσκολη εϕηβεία κάτι ϕυσιολογικό γι’ αυτούς αϕού ήμουν παιδί μονογονεϊκής οικογένειας που μάλιστα είχε αλλάξει και χώρα.

 Δεν είχα ζήσει και λίγα τώρα που το ξανασκέϕτομαι. Στα 22 μου η μητέρα μου αρρώστησε αρκετά βαριά και χρειάστηκε να σταματήσει τη δουλειά και να μείνει στο σπίτι. Εγώ τότε δούλευα σε ένα μπαρ κοντά στην γειτονιά μου σαν σερβιτόρα. Είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να μην πίνω μπροστά σε άλλους και έτσι ποτέ δεν έπινα στο μπαρ. Έπινα όμως πριν και μετά από αυτό. Δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν αλκοολική, θεωρούσα ότι ήμουν συνειδητοποιημένη και ότι έπινα για έναν και μόνο λόγο, για να διώχνω τις κακές σκέψεις που με βασάνιζαν για χρόνια. Ήταν για μένα κάτι σαν ευχάριστη παρέα θα μπορούσα να πω. Από το μπαρ επέστρεϕα στο σπίτι ξημερώμαΠήγαινα μόνο το μεσημέρι για να της δώσω το ϕαγητό της και έϕευγα. Δεν ήθελα να την βλέπω έτσι. Σκεϕτόμουν συνεχώς ότι μου στέρησε την παιδική μου ανεμελιά επειδή αγαπούσε πιο πολύ τη δουλειά της. Γιατί λοιπόν εγώ τώρα να την βοηθήσω περισσότερο; Άλλο ένα γιατί προστέθηκε τότε στα ερωτήματα που κάποια στιγμή ήθελα να της εκϕράσω. Αλλά δεν ήξερα πως και πότε. Η ασθένεια της χρειάστηκε περίπου 7 μήνες ώσπου να την κερδίσει..

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Το προσωπο.


 Σε πέντε μέρες που θα του έπαιρνε να γυρίσει στην Ελλάδα, μιλήσαμε κάποιες φορές μεσω ιντερνετ με βίντεο, ( στο οποίο φαινομουν μονο εγώ) και κάποιες φορές στο τηλέφωνό.

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Δωδεκα φορες καφε.


Η πραξη μας εκτυλίχθηκε σε πενήντα γραμμες σε ενα τσατ, και σε δωδεκα ακριβως προτάσεις απο μέρους του,  για να συναντηθούμε επιτέλους μια έστω , φορά για καφέ. Μετα απο επτα ετη, δεν καταφερα να κρατησω ολες τις συζητήσεις μας, (αυτος σίγουρα θα τις εχει,...), τις τότε συζητήσεις μας, μεσα σε αυτο το τσατ, αλλα ξέμεινε μια, κακόμοιρη  και ανελεητα χτυπημένη συζήτηση, που πραγματικά, αποτελεί ορόσημο της γνωριμίας μας, επιστέγασμα της καρμικης συνάντησης μας. Σειματοδοτει και αποτελεί εξήγηση, γιατί, και πως βρεθηκε αυτος ο άνθρωπος στο δρόμο μου και κυρίως γιατί κατσικωθηκε στο σβέρκο μου ( οσο κι αν δεν το ηθελε πολλές φορές) και έμεινε μεχρι σημερα μαζι μου, και δεν κατάφερε ποτέ να φύγει, να γλιτώσει, να γλιτώσουμε, να λυτρωθουμε.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ο Μάγος

«ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ νούμερο της βραδιάς. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το νούμερο θα σας κόψει την ανάσα».

Η κουρτίνα πίσω από το μάγο σηκώθηκε, αποκαλύπτοντας τον Κινέζικο Θάλαμο Βασανιστηρίων. Ήταν μία ορθογώνια δεξαμενή, ύψους τριών μέτρων περίπου και μήκους ενός μέτρου, με τις περιμετρικές πλευρές της από χοντρό γυαλί και ανοιχτή από την πάνω μεριά. Ήταν γεμάτη νερό.

Ο βοηθός του τον πλησίασε κρατώντας στα χέρια του μια μακριά αλυσίδα σε κουλούρα. Με γρήγορες αλλά επιτηδευμένες κινήσεις, πέρασε την αλυσίδα γύρω από το μάγο, δένοντάς την κόμπους σε αρκετά σημεία, δεσμεύοντας πλήρως τα χέρια και τα πόδια του. Έπειτα, με ένα χοντρό λουκέτο, ασφάλισε τα δύο άκρα της στο ύψος του στήθους του. Τώρα ο μάγος ήταν σχεδόν πλήρως καλυμμένος από την αλυσίδα και μόνο το κεφάλι του ξεχώριζε ολόκληρο. Με κόπο προσπαθούσε να σταθεί όρθιος κάτω από το βάρος της αλυσίδας. Είχε εκτελέσει αυτό το νούμερο αμέτρητες φορές τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Όμως, ήταν ήδη πάνω από εξήντα. Και χρόνο με το χρόνο γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Ήταν σε εξαιρετική φόρμα για την ηλικία του, αλλά ήταν πια γέρος και η αντοχή και η δύναμή του είχαν φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Ήξερε όμως ότι μόλις βρεθεί μέσα στο νερό, η αλυσίδα θα γινόταν πιο ελαφριά λόγω της άνωσης.

Ο βοηθός πέρασε στην αλυσίδα ένα γάντζο, ο οποίος ήταν δεμένος στην άκρη ενός χοντρού καραβόσκοινου, που ήταν περασμένο σε ένα σύστημα από τροχαλίες στην οροφή της σκηνής. Έπειτα, πήγε σε μια κονσόλα που υπήρχε στη μια άκρη αυτής και άρχισε να χειρίζεται κάτι μοχλούς. Το σκοινί τεντώθηκε και ο μάγος άρχισε να αιωρείται. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, ο μάγος βρισκόταν κρεμασμένος ακριβώς πάνω από τη δεξαμενή και τα πόδια του ακουμπούσαν στην επιφάνεια του νερού. Ο βοηθός, με θεατρινίστικη σβελτάδα, πήγε δίπλα από τη δεξαμενή, σήκωσε από κάτω μια λεπτή μεταλλική σκάλα και την τοποθέτησε στην άκρη της. ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε πάνω. Έβγαλε από την τσέπη του ένα στιλέτο και με πριονωτές κινήσεις έκοψε το καραβόσκοινο. Ο μάγος έπεσε μες στο νερό με το βάρος της αλυσίδας να τον τραβάει κατευθείαν στον πάτο του Κινέζικου Θαλάμου Βασανιστηρίων. Ο βοηθός κατέβηκε και απομακρύνθηκε από τη δεξαμενή, παίρνοντας μαζί του τη σκάλα. Η κουρτίνα έκλεισε.

Ο μάγος συγκεντρώθηκε. Το δέσιμο ήταν αληθινό και σφιχτό. Σε ένα τέτοιο νούμερο, οι θεατές πάντα προσπαθούν να προσέξουν κάποιο κόλπο στο δέσιμο και γι αυτό το λόγο είναι πάρα πολύ δύσκολο να τους ξεγελάσεις με ψεύτικους κόμπους και θηλιές. Όμως ποτέ δεν προσέχουν πώς ο μάγος τοποθετεί επιδέξια τα άκρα του προσπαθώντας να τα εκτείνει όσο μπορεί για να κρατήσει κάποια μπόσικα. Την ώρα που ο βοηθός τον έδενε, πήρε μια βαθειά ανάσα και με διακριτικές κινήσεις των μελών του είχε μεγαλώσει ελαφρώς τον όγκο του και έτσι τώρα χαλαρωμένος είχε κάποια περιθώρια κινήσεων, παρά το δέσιμο του βοηθού.

Με μια απότομη κίνηση έβγαλε το δεξί του ώμο. Σε δευτερόλεπτα το χέρι του βρήκε το δρόμο του ανάμεσα από τα στρώματα της αλυσίδας και ξεπρόβαλε μπροστά του μέχρι τον αγκώνα. Ο μάγος άνοιξε τα χείλη του και κρατώντας με τα μπροστινά του δόντια το κλειδί του λουκέτου, λύγισε το χέρι του προς τα πάνω και ταυτόχρονα έσκυψε όσο μπορούσε το κεφάλι του μπροστά. Τέντωσε το χέρι του και με τα ακροδάχτυλά του έπιασε το κλειδί και το κατεύθυνε προς το λουκέτο. Πριν προλάβει ακόμα να το βάλει στην κλειδαρότρυπα ένιωσε μια σουβλιά στο βγαλμένο του ώμο. Το χέρι του τινάχτηκε παρά τη θέλησή του και είδε το κλειδί να πέφτει αργά-αργά στον πάτο.

Προς στιγμήν τά ’χασε. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να σκύψει μέσα σ’ αυτήν την καταραμένη στενή παγίδα θανάτου και να το πιάσει. Του ’χε ξανασυμβεί αυτό κάνα-δυο φορές στο παρελθόν, τότε ήταν όμως ακόμα ένας νεαρός μάγος και το σώμα του ήταν πιο ελαστικό. Παρ’ όλα αυτά πίστεψε ότι μπορεί να τα καταφέρει. Τουλάχιστον θα προσπαθούσε. Είχε ακόμα αρκετό χρόνο στη διάθεσή του. Ακόμα και στην ηλικία του, μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή του αρκετά παραπάνω από όσο διαρκούσε το νούμερο. Έγειρε το σώμα του προς τα αριστερά ακουμπώντας το κεφάλι του στο γυάλινο τοίχο. Λύγισε τα πόδια του όσο του επέτρεπαν οι αλυσίδες, στρίβοντας ταυτοχρόνως τη μέση του. Με αυτή περίπου την ακολουθία κινήσεων, η οποία θύμιζε περισσότερο σκουλήκι από οτιδήποτε άλλο, κατάφερε να φέρει το σώμα του ανάποδα και το πρόσωπό του ακριβώς πάνω από το κλειδί. Τα χείλη και η γλώσσα του έπαιρναν πολλά και περίεργα σχήματα στην προσπάθειά του να το πιάσει στο στόμα του και σκέφτηκε ότι αν κάποιος τον έβλεπε θα έσκαγε στα γέλια με τις γκριμάτσες του. Τελικά όμως τα κατάφερε. Με μια παρόμοια ακολουθία κινήσεων, όπως αυτή που τον είχε φέρει ανάποδα ξαναγύρισε στην αρχική του θέση. Παρατήρησε με κάποια ανησυχία ότι οι αλυσίδες είχαν σφίξει κάπως. Το χέρι του όμως ήταν ακόμη ελεύθερο. Γρήγορα πήρε το κλειδί από το στόμα του και κρατώντας το σφιχτά το έφερε στο λουκέτο. Αυτή τη φορά κανένας πόνος, καμιά σουβλιά. Με προσοχή ξεκλείδωσε το λουκέτο και το έβγαλε από την αλυσίδα, οι δύο άκρες της οποίας απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη.

Άρχισε να στρίβει το σώμα του αριστερά και δεξιά προκειμένου να χαλαρώσει το σφίξιμο και να αρχίσουν οι αλυσίδες να πέφτουν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Το αίμα του μάγου πάγωσε. Προσπάθησε να τις τραβήξει με το ελεύθερο χέρι του. Τίποτα. Μέσα σε όλη την προσπάθειά του να πιάσει το κλειδί, οι αλυσίδες είχαν μπλέξει περισσότερο. Δε μπορούσε καν να ξαναβάλει το χέρι του μέσα. Ο αέρας του είχε αρχίσει να τελειώνει. Προσπάθησε να ωθήσει τον εαυτό του προς τα πάνω, όμως το βάρος της αλυσίδας δεν τον άφησε να φτάσει τη στάθμη του νερού. Πανικοβλήθηκε. Άρχισε να κινεί το σώμα του σαν τρελός. Γυρίζοντας πέρα δώθε και πηδώντας, με κάθε κίνησή του να καταναλώνει όλο και περισσότερο αέρα. Κατάφερε να χαλαρώσει λίγο την αλυσίδα, αλλά αυτό δε στάθηκε αρκετό. Συνέχισε με όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει να προσπαθεί να ελευθερωθεί, εξαντλώντας και τα τελευταία αποθέματα οξυγόνου. Ένιωσε τα πνευμόνια του να καίνε κολασμένα, παροτρύνοντάς τον να ανοίξει το στόμα για αέρα. Ένιωσε τα άκρα του να μουδιάζουν καθώς τα εγκατέλειπε το οξυγόνο. Η όρασή του άρχισε να θολώνει. Για μια στιγμή νόμιζε πως είδε τη γυναίκα του ζωντανή, όπως τη μέρα του γάμου τους. Έπειτα είδε το μοναχογιό του, το μονάκριβό του, για τον οποίο η γυναίκα του θυσίασε τον εαυτό της στη γέννα. Είδε τα εγγόνια του να παίζουν χαρούμενα στα πόδια του, ζητώντας του να τους κάνει μαγικά κόλπα με την τράπουλα. Και ύστερα σκοτάδι.

Ένιωσε την ψυχή του να βγαίνει από το σώμα του και να ανεβαίνει αργά, απαλλαγμένη από το βάρος της υλικής του υπόστασης. Είδε, ή μάλλον ένιωσε ένα φως να τον πλησιάζει. Και ξαφνικά αέρας. Άνοιξε το στόμα του και αέρας άρχισε να πλημμυρίζει τα πνευμόνια του. Το ρούφαγε αχόρταγα με μεγάλες ανάσες, φτύνοντας ταυτόχρονα το νερό που κατά διαστήματα έμπαινε στο στόμα του. Καθώς το οξυγόνο άρχισε να κυκλοφορεί ξανά στο σώμα του, άνοιξε τα μάτια του. Γαμώ το. Με κάποιο τρόπο κατάφερε τελικά να ελευθερωθεί και η άνωση του νερού τον ανέβασε στην επιφάνεια ακριβώς τη στιγμή που έχανε τις αισθήσεις του. Με τα χέρια του ακόμα ελαφρώς μουδιασμένα πιάστηκε από το χείλος της δεξαμενής.

Μόλις σηκώθηκε η κουρτίνα, ο μάγος στεκόταν μπροστά από τη δεξαμενή, στον πάτο της οποίας διακρινόταν ο σωρός της αλυσίδας. Ο μάγος στεκόταν με τα πόδια του σε στάση προσοχής, τα χέρια του ανοιχτά στο πλάι με τις παλάμες προς τα πάνω και το κεφάλι του είχε μια ελαφριά διαγώνια κλίση πάνω αριστερά. Στεκόταν εκεί, μπροστά από τον Κινέζικο Θάλαμο Βασανιστηρίων. Βρεγμένος. Λαχανιασμένος. Ζωντανός.

Η ηχώ από χλιαρά χειροκροτήματα έσπασε την ησυχία του σχεδόν άδειου, παλιού θεάτρου.





Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Χαβαλεε.

Ήρθε λοιπόν εκείνος ο ξενιαστος Σεπτέμβρης, για κάποιους που κάηκαν τα σπίτια τους κ για άλλους που χάσανε τους δικούς τους, οχι τόσο ξενιαστος, τελικα. Αλλα πάντα έτσι δε γίνεται; Στην ανθρωπότητα, κάποιοι υποφέρουν, και για άλλους απλά η ζωή συνεχίζεται. Και με προβλημάτιζε πολύ αυτό πάντα , ενώ λειτουργούμε σα ζώα, ξεχναμε τον πόνο του αλλου, δε μας νοιάζει, δε νιώθουμε, πάμε παρακάτω, λέμε και τι έγινε..;; άλλος ένας άνθρωπος πέθανε, πεθαινουνε χιλιάδες στον πλανήτη, κι εγώ θα πεθάνω κάποτε, μήπως θα με κλάψουν όλοι; Μη μπορώντας να πονεσουμε λοιπον,  με τον πόνο του αλλου, είμαστε κατά τα αλλα,  τα μόνα ενλογα ζώα στον πλανήτη. Αυτά που έχουν και λογικό και συναισθηματικό quality. Που ξεχωρίζουμε από τα αλλα ζώα, αλλα τελικά δεν πονάμε περισσότερο από το σκύλο που έχασε την ουρά του, γιατι του την κόψανε.

Ελπιζω μόνο οι άνθρωποι αυτοί που  γλίτωσαν από  εκείνες τις τρισαθλιες πυρκαγιές του 2007 που ήταν εφαλτήριο για να ξεσπάσουν, κι άλλες αργότερα , κι άλλες τόσες, ελπίζω αυτοί, να μπόρεσαν να επιζήσουν και κάπως να πήγαν παρακάτω γιατί σιγουρα, το κράτος, ξέρουμε όλοι ότι δεν τους πήγε παρακάτω...αλλα τους άφησε εκει, ξεχασμένους.

Για μένα λοιπόν, που βλέποντας τωρα τη ζωή μου επτα χρόνια μετα, που η ζωή ήταν πιο ξενιαστη, σίγουρα πιο ξενιαστη,  για μένα, ετοιμαζόταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο , πολύ φοβερό, πολύ τρομακτικό, σαν εμπειρία πολύ δύσκολο , να ξεκινήσει.. πολύ πικρό στη γεύση, πολύ δυνατό σα συναίσθημα, σα πυροτέχνημα πολύ δελεαστικό, σαν εμπειρία για να το ζήσω, πολύ κουραστικο πια, γιατί δε μου αρεζαν και πολύ συνήθως τα εξτριμ σπορ αλλα τα "ιδιαίτερα", αυτα που δεν τα δοκιμαζει κανεις, γιατι δεν ξερει να τα εκτιμήσει, αυτα που τα ακους και σου κάνουν εντύπωση και αναφωνεις, "Αααα, αληθεια; Το κανεις εσυ αυτο;" Αυτα μ αρεσουν. Τα περιεργα.... Ενα τέτοιο σπορ ήταν κι αυτός που ήρθε δυστυχώς σαν κεραυνός στη ζωή μου...

Δε θυμαμαι τι ώρα ήταν ακριβώς οταν πρώτο έλαβα ενα μηνυμα στο προφίλ μου, απο αυτο το σάιτ. Τα κοιτουσα συχνα, αλλα όχι πάντα πια. Ηταν πρωι; Μεσημερι; Βραδυ;
Βασικά δεν ήταν μια ώρα συγκεκριμένη, ήταν πολλές, ήταν ενα μήνυμα στο προφίλ, και δύο μηνύματα στο προσωπικο μου τσατ, που με έκαναν να αλλάξω γνώμη και να πάψω να τα αγνοω και να απαντήσω θετικά στο κάλεσμα. Ειχα αποφασίσει πλέον, ότι τέρμα τα μηνύματα, τέρμα τα ιντερνετικα καλέσματα, τέρμα τυφλά ραντεβού, και στο παρά ενα, ήρθαν αυτά τα μηνύματα, που ειχα αποφασίσει πως δεν θα απαντήσω, αν και προσπαθουσα να αντισταθω, σκεφτομουν οτι δεν ηταν και πολυ ευγενικο  να μην του πω έστω ενα "δεν ενδιαφέρομαι". Εκει πρεπει να απαντας, εστω κι αν δεν ενδιαφερεσαι για να ξέρει ο αλλος τι του γίνεται και πια υποψηφια ραντεβου ειναι διαθέσιμα. Ηθελα να μην του απαντησω, κι απλα ήλπιζα να το καταλάβει μόνος του, αλλα πως; Να μυρισει τα δαχτυλά του; Που να ξερε κι εγώ τι τρέλα κουβαλάω;...

Ήταν ενα μήνυμα αναγνωριστικό, και δύο επόμενα επίμονα από ενα παντελώς ξενέρωτο ψευδωνυμο. Μα πραγματικά, λίγο αν ασχολησε με τον κόσμο του cyber dating , δε διαλέγεις ενα nick που σε λεει "χαβαλέ". Μα "χαβαλέ" καλέ μου άνθρωπε;;; Ποια θα σε πάρει στα σοβαρά, και δε θα σκεφτεί ότι θέλεις να δουλεψεις τον κόσμο;; Και απλα να κανεις αυτο που λες... χαβαλέ!
 Πες μου μια που δε θα σκεφτεί ότι θα θέλεις να κάνεις χαβαλέ μαζί της και τίποτα περισσότερο... Κι όμως οχι, αυτό το ηλίθιο ψευδώνυμο, έκρυβε από πίσω ενα κείμενο, που δεν έκανε καθόλου χαβαλε. Χωρίς φωτογραφια φυσικά, απλά ενα κείμενο που δε σου άφηνε περιθώρια να μην του απευθυνεις το λόγο, έστω κι από περθεργεια..

- Δεν σε έπεισα Ε;

Κι όμως, έχει την εξήγηση του, .. πρώτον η έλλειψη φωτογραφίας, εκτός από τον πολύ σοβαρό λόγο που κρύβει από πίσω, σημαινει, και το "δε θελω να χάνω το χρονο μου με ανόητα κοριτσοπουλα που δίνουν έντονη σημασια στην εμφάνιση, οποτε αν εισαι μια τέτοια δινε του".
Δεύτερον διάβασε το κείμενο, μου που σημαίνει ότι αν εγώ κι εσύ αποφασίσουμε ότι δε χάνουμε το χρονο μας, να σαι σίγουρη ότι θα περάσεις πολύ καλά... ( εξαρτάται.. πως το βλέπει ο καθένας το "καλά")
Τελικά αυτή η ζωή, κι άργησα πολύ να το καταλάβω, μάλλον άρχισα να το καταλαβαίνω από το 2007, μου δίνει συνέχεια παρά πολλά μαθήματα, ενα από αυτά ειναι, το ότι εσύ μπορεί να βλέπεις ότι η ζωή σου ειναι μαύρη κι αράχνη, αλλα για κάποιον άλλον, που ζει καλύτερα η χειρότερα δεν έχει σημασία, και να έχει να σου πει : "Ναι, οκ... Αλλα αυτό, μπορείς να το δεις, κι έτσι... Και τελικά να μην ειναι τόσο χάλια όσο νομίζεις..."



-" Μπορεί να ξεπερναω για ενα χρονο τον ηλικιακό περιορισμό σου, αλλα αν δεν ειναι για σένα πρόβλημα αυτό, θα ήθελα να σου μιλήσω. " Τι τζέντλεμαν !! Πάντα έδινε χώρο στον άλλον που είχε δίπλα του, αλλα αυτό ήταν και η μπανανοφλουδα. Εγώ ειχα ξεχάσει ότι στον ηλικιακό περιορισμό μου , δηλαδή, μέχρι ποιας ηλικίας θελω να ειναι το άτομο που θελω να γνωρίσω, ήταν το 36. Δε θυμαμαι καν, αν το έκανα συνειδητά, η αν μέτρησα με τα δαχτυλακια μου, ενα, δύο, τρία, τέσσερα,.... Μέχρι το 11 και είπα Α! οκ, εδώ σταματάμε!! Μωρε τι μας λες; Τα μετρησες καλά;; Και ήταν 11; Κι αν ειναι δώδεκα, δε θα σε πειράξει;;

- Αν ειναι να βρω αυτό που θελω .... ;;; - Οχι!




Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Και εγενετο...Μορφογενεσης

Το καλοκαιρι τελειώνει, ενα ομολογουμένως πολύ ζεστο καλοκαιρι,  που πλησιαζε στο τέλος του... Ελαφρώς απογοητευμένη αλλα και πολύ ζεσταμενη για νέες περιπέτειες...

Έχω σχεδόν γνωρίσει το τελευταίο διάστημα τη μισή Θεσσαλονίκη και περίχωρα από το ίντερνετ έχοντας ζήσει αρκετές περιπέτειες γιατί είχα ανάγκη να το ρίξω λιγο έξω και βασικα είχα ανάγκη να γνωρίσω ανθρώπους και να μαζέψω εμπειρίες και μάλιστα λιγο γρήγορα, έφτασα πια στο σημείο  που είπα "στοπ", "φτάνει", δεν πάει άλλο, σιχαθηκα , μπουχτησα, βαρέθηκα... θέλω  να σταματήσει ολο αυτο... Δεν πάει άλλο... Πού θα φτάσεις;; Ως ποτέ θα συνεχίζεται ολο αυτο;;; Ενα τέλος δεν υπάρχει;;... Μιλούσα πλέον στο ίντερνετ απλά για να μιλάω με καποιους, με οποιονδηποτε, για παρεα...για συντροφια,  και αν τύχει και κάτσει κάτι που θα μου τραβήξει την προσοχή καλώς,,, αλλα δε θέλω να βλέπω κανέναν!! Τέρμα!! Δεν βγαίνω άσκοπα ραντεβού...

Ως που...

Ποιος τώρα να μου πει ότι δεν πιστεύει στο κάρμα;; Ότι όλα είναι τυχαία, συμπτώσεις.. μια ιστορία που ερχόμαστε όλοι να ζήσουμε , μια συνηθισμένη ιστορία σαν όλες τις άλλες...Κατι που διάβασα προχθές και δεν πολυκαταλαβα ήταν ενα μπλογκ με το όνομα Μορφογένεση, φοβερή λέξη... Πρώτη φορά την ακούω... Λοιπόν, εν ολίγης και επειδή δεν πολυκαταλαβα, πάει να πει ότι είμαστε ικανοί αν σκεφτόμαστε κάτι παρά πολύ, του τύπου όμως να μας γίνει εμμονή, του τύπου να ζούμε σαν να το ζούμε ήδη, πχ πες ρε παιδί μου, θες να γίνεις παρά πολύ πλούσιος.. και ας είσαι παλιομπατηρης, σκέφτεσαι, πράττεις , ενεργείς και νιώθεις σα να είσαι ζάμπλουτος , αυτο λέγεται τέχνη της συνειδητής δημιουργίας, δεν καταλαβαίνεις τίποτα;; Ούτε εγω. Δεν εχει σημασια..αρκει να νιώθεις.. να σκέφτεσαι το στόχο σου...Τιποτε αλλο, μόνο αυτο.
Κενό........
σελιδα λευκή....
.......... στόχος! Και γίνεται ρε παιδί μου! Ως εκ του θαύματος γινεται!

Αυτο το πράγμα, που δεν είχα ιδέα ότι είναι ενα ολόκληρο κίνημα, με απώτερο και ενδελεχή σκοπο να αφυπνίσει τους Έλληνες από τον υπνωτισμο, μου εχει συμβεί τρεις φορές. Ειναι κατι πέρα απο το απλο .."οταν θελεις κατι πολυ, ολοκληρο το συμπαν συνωμοτει μαζι σου για να το πετυχεις.." Αυτο ειναι μια φραση για τα παιδακια του Δημοτικου.  Σ αυτην την περιπτωση όμως, πρεπει να παιζουν ρόλο κι αλλοι πολλοί παράγοντες, για να συμβει το επιθυμητό.
 Η πρώτη ήταν στα δεκαεφτα μου... Μετά από τα χρονια της εφηβείας που πέρασα μόνη χωρίς φλερτ, ρομανς, και σχέσεις, είχα φτάσει στο αμήν και έλεγα δεν πάει αλλο... το έχω ανάγκη πρέπει να μου συμβεί, πρεπει κατι να γίνει, δε μπορεί να ειμαι μόνη τοσα χρονια και να μη μου εχει πει ψυχη ζώσα, ενα απλο "μου αρέσεις". Ναι παρακαλω,...δεν κανω πλακα, εχει συμβεί. Δεν το ανεχομαι πλέον αλλο αυτο για τον εαυτο μου, θα αρχισω να με κοροϊδευω..Και ξύπνησα, θυμωσα, τα πήρα αγρια με την τυχη μου, ... σφίχτηκα μέσα μου, φώναξα , τσίριξα στο σύμπαν, απευθυνθηκα σε μια ανωτερη δύναμη που μας κυβερνα, (ποιος απασχολει τον Θεο με τετοιες αηδιες...Και το 12θεο μια χαρά κάνει δουλεια.)  του είπα...
-Ψιτ, εσυ, εκει πάνω, με αδικίες κατάφορα, αντε ξυπνά γιατι τα έχω πάρει,στείλε μου κάτι, μια κατσίκα, εναν τράγο...οχι ψέμματα, εναν γκόμενο, ψιλο μελαχρινο , γαλανοματη, οτι θες ρε παιδι μου...μα ειναι δυνατον;; Ποιος με ξεχασε;

Ήταν αρχές Δεκέμβρη του 1999, που ειπα αρνούμαι, συγκεκριμένα ειπα, μου απαγορεύω να περάσω αλλα Χριστούγεννα χωρίς να έχω έναν γκόμενο, και τέλος! Και φωναζα, και ξανά τσιριξα... "Άκουσες τι σου ειπα; Σου απαγορεύω!" Και ρε παιδιά,..χωρις πλάκα, ήρθε ο πρώτος... με τον πιο αναπάντεχο, ρομαντικο, και ενθουσιώδη τροπο, καταμεσης Χριστουγεννα!! Και κουκλος, οχι τραγος.  Τωρα πες μου το πιστευεις;; Δωδεκα παρα ενα τα φτιαξαμε! Μα τι ζω;; Με το καλησπερα σας, ειπαμε..."τωρα εμεις τα εχουμε;" , Ε, ναι! Τι με πολιορκεις ολο το βραδυ για να ερθω αυριο σπιτι σου να πλεξουμε;
   Με φρεσκάδα, σεξ απιλ , και τόλμη. Μου όρμησε, δε μου χτύπησε απλά την πόρτα ο έρωτας, μου χύμηξε κυριολεκτικά. Δεν μου αφηνε περιθώρια επιλογής... Σα να μου λέει,.. " Αυτός είμαι , αυτο σου έτυχε, πάρτο, κι αν φάς τα μούτρα σου, περαστικά σου,  δε φταίω εγω... εσύ το ζήτησες, εσύ το διάλεξες,.. μας πήρες τα αυτιά..." ( Σιγουρα δουλεια του δωδεκαθεου, μισες δουλειες..για να σου δωσουν κατι πρεπει να σου παρουν κάτι άλλο, γαμω τον Δια και την Αφροδιτη μου!!)

Καλοφαγοτο λοιπόν, και να μας θυμάσαι...

Και σας θυμάμαι λέει;... Ξεχνιούνται όλα αυτά που πέρασα; Κι όμως εκ πρώτης ολο αυτο,  το προκάλεσα μόνη μου... Ας ζήσουμε λοιπόν, να τον θυμόμαστε αυτόν τον έρωτά...








Επικοινωνία

Η Γωγώ τελείωσε με το τάισμα του μωρού της και το έβαλε για ύπνο στο λίκνο του. Είχε ήδη κλείσει τα ματάκια της και το προσωπάκι της φαινόταν γαλήνιο. Τη σκέπασε καλά και τη φίλησε στο κεφαλάκι της. Έπειτα, πήγε στο καθιστικό και άφησε τη συσκευή της ασύρματης ενδοεπικοινωνίας δίπλα στην τηλεόραση. Άνοιξε την τηλεόραση, ξαπλώθηκε στον τριθέσιο καναπέ της με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και βολεύτηκε κάτω από τα σκεπάσματα.

Ήταν μια δύσκολη μέρα και αισθανόταν απίστευτα κουρασμένη. Ήταν η τρίτη μέρα που είχε βγει από το μαιευτήριο. Ήδη από την προηγούμενη, ο άντρας της έφυγε για δρομολόγιο και δε θα γύριζε πριν από την άλλη εβδομάδα. Το σπίτι ήταν άνω κάτω και ένα σωρό δουλειές την περίμεναν. Τώρα με το παιδί, όλα αυτά της φάνταζαν βουνό. Επιπλέον, χώρια του ότι η μπέμπα της ήθελε συνεχώς φροντίδα, έπρεπε να φροντίζει και για τον εαυτό της. Τουλάχιστον τα βασικά. Να πλυθεί, να ξεκουραστεί και να φάει… Να φάει. Μόλις έκανε αυτή τη σκέψη ένοιωσε μια λιγούρα. Ήταν όμως τόσο κουρασμένη για να σηκωθεί. Ούτως ή άλλως δε θυμόταν να υπάρχει έτοιμο φαγητό στο ψυγείο. Αν η μητέρα της ζούσε, θα ‘ταν αλλιώς τα πράγματα. Αλλά είχε καιρό που τους είχε αφήσει.

Αν ήταν εδώ, θα τη βοηθούσε. Θα της καθάριζε, θα της έπλενε τα ρούχα, θα σιδέρωνε, θα της μαγείρευε… μμμ…. Της ήρθε η μυρουδιά από φρεσκομαγειρεμένο, αχνιστό φαγητό... Πάνω απ’ όλα όμως, θα είχε κάποιον να ρωτήσει για το παιδί. Τι να το κάνει, όταν κλαίει, πώς να το ταΐζει. Η πείρα της, θα της ήταν πολύτιμη. Θα μπορούσε να βασιστεί πάνω της. Θα ένοιωθε σιγουριά. Άλλωστε, αυτή ήταν που την είχε μεγαλώσει. Και θα τη βοηθούσε να μεγαλώσει και τη μικρή.

Κάποια στιγμή θα τελειώσει η άδειά της και πρέπει να γυρίσει στη δουλειά. Πρέπει να βρει κάποιον να κρατάει το παιδί. Έναν ξένο. Ενώ η μητέρα της θα ήταν δικός της άνθρωπος. Θα την εμπιστευόταν. Αυτές οι σκέψεις έκαναν την απουσία της ακόμα πιο επώδυνη. Θυμήθηκε πόσο είχε κλάψει στην κηδεία της. Ήταν ένα έντονο, πηγαίο, αληθινό κλάμα. Τελικά, όσο μεγάλος και να ‘σαι, η απώλεια της μάνας είναι κάτι που δεν επουλώνεται. Γιατί η μάνα με το παιδί έχει ένα ξεχωριστό, μοναδικό δέσιμο. Αυτό το συνειδητοποιούσε τώρα, που μια καινούρια ψυχούλα κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.

Ένοιωσε μια ψύχρα και χώθηκε πιο βαθιά στη χνουδωτή κουβέρτα της. Στην τηλεόραση έπαιζε μια αδιάφορη αστυνομική σειρά μυστηρίου. Όχι ότι καλύτερο, αλλά ούτως ή άλλως δε θα αργούσε να την πάρει ο ύπνος. Της άρεσε να την παίρνει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Ήταν μια συνήθεια που είχε από τότε που ήταν μικρή. Καθόταν ξαπλωμένη και παρακολουθούσε τηλεόραση και μετά από λίγη ώρα τα μάτια της έκλειναν και με δυσκολία προσπαθούσε να τα κρατήσει ανοιχτά. Αλλά η δύναμη της τηλεόρασης ήταν πολύ μεγάλη - όπως της άρεσε να σκέφτεται - και τελικά παραδινόταν σε ένα γλυκό ύπνο.

Το λαμπάκι της ενδοεπικοινωνίας άναψε για μια στιγμή. Η Γωγώ τέντωσε τα αυτιά της και περίμενε. Το λαμπάκι άναψε ξανά και έμεινε ανοιχτό για λίγα δευτερόλεπτα, όμως δεν ακούστηκε κάτι. Δυνάμωσε την ένταση και κόλλησε τη συσκευή στο αυτί της. Ύστερα από λίγο το λαμπάκι άναψε ξανά. Στο αυτί της τώρα ήρθε ένας ήχος. Στην αρχή της φάνηκε σα μουρμουρητό. Κράτησε την αναπνοή της προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα.

Αυτό που ακουγόταν δεν ήταν σίγουρα το κλάμα της μικρής. Θα το καταλάβαινε αμέσως και χωρίς δυσκολία. Ο ήχος φαινόταν να έρχεται από μακριά, βαθιά μέσα από το ηχείο της συσκευής και έμοιαζε να έχει κάποιου είδους ρυθμό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. Γιατί αυτό που άκουγε τώρα της φαινόταν ανεξήγητα οικείο. Οι τρίχες στο σβέρκο της σηκώθηκαν όρθιες και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη, μόλις συνειδητοποίησε τί ήταν αυτό που άκουγε. Ήταν το νανούρισμα που της έλεγε η μητέρα της όταν την έβαζε για ύπνο:

Κοιμάται το παιδάκι μου και ποιός θα το ξυπνήσει,
Τ’ αηδόνι της ανατολής ή το πουλί της δύσης;
Κοιμάται το παιδάκι μου και πως να το ξυπνήσω,
Να πάρω το ροδόσταμο, να το δροσολογήσω;
Κοιμάται το παιδάκι μου, και πως να το ξυπνήσω;
Να το ξυπνήσω με φιλί, για να γλυκοξυπνήσει;
Κοιμάται το μωράκι μου, κανείς μην το ξυπνήσει,
Ώσπου να ‘ρθει η μάνα του να το γλυκοφιλήσει

Χρειάστηκε να καταβάλει αρκετή προσπάθεια για να ξεφύγει από την υπνωτιστική γητειά του νανουρίσματος, αλλά τελικά κατάφερε να σηκωθεί όρθια. Με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο. Μόλις άνοιξε την πόρτα παρέλυσε και η συσκευή ενδοεπικοινωνίας - που την κρατούσε ακόμα - της έπεσε από το χέρι.

Μια σκοτεινή μορφή ήταν σκυμμένη πάνω από το λίκνο του μωρού. Έκανε να ορμήσει μπροστά προς το παιδί της, αλλά δεν μπόρεσε να κουνηθεί. Αντ’ αυτού, παρέμενε κοκαλωμένη από τρόμο στη θέση της. Το νανούρισμα, που ακουγόταν ακόμα από τη συσκευή στο πάτωμα, σταμάτησε. Η μορφή σηκώθηκε από το λίκνο. Ύστερα, αργά, στράφηκε προς το μέρος της. Και τότε το δωμάτιο φωτίστηκε από μόνο του. Και αυτό που αντίκρισε απέναντί της ήταν το λαμπερό πρόσωπο της μητέρας της, να της χαμογελάει και να την κοιτά στοργικά, με τα μεγάλα, πάντα υγρά μάτια της.

Ξύπνησε στον καναπέ. Η συσκευή ενδοεπικοινωνίας ήταν στο χέρι της. Το λαμπάκι ήταν σβηστό. Στην τηλεόραση, ένας καλογυμνασμένος τύπος επιδείκνυε ασκήσεις με ένα καινούριο, επαναστατικό όργανο εκγύμνασης κοιλιακών. Σηκώθηκε απότομα πάνω και όρμησε προς το δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε στην κούνια. Το μωρό της ήταν εκεί, όπως το έβαλε για ύπνο και κοιμόταν σαν αγγελούδι. Ζεστά δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Η μητέρα της θα ήταν μαζί τους. Να τις φυλά και να τις προσέχει. Για πάντα.







Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Wed talking

Ήταν ένας υπέροχος γάμος που τα είχε όλα, συγκίνηση, κέφι, χορό, συγγενείς, μια πολύ όμορφη νύφη! Χαίρομαι που σιδέρωσα έστω και δυο τραπεζομάντηλα , που εκανα κάτι, και με την ευχή να με βρει κι εμένα σύντομα ο νέος χρόνος στα λευκά... ποσο πολύ το ήθελα, ποσο το ονειρευόμουν χρονια πριν, από τα 23 μου. Βασικα από τα δεκαοκτω μου ονειρευόμουν να ζήσω το ονειρο της πριγκίπισσας που συναντάει τον πρίγκιπα , κι ας ήταν και στα μαύρα, βρε αδερφέ,.. δε θα με πείραζε.. αρκεί να ερχόταν... Έλα όμως που δεν ήρθε ποτέ κι αν ήρθε, ήρθε με πολλούς περιορισμούς..

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

When Septemper starts..

Σε ενα μηνα από τότε θα αποφάσιζα να ξαναδώσω το Toefl γιατί στο πρωτο τεστ είχα πατωσει. Να μην πω για την ανεκδιήγητη καθηγήτρια αγγλικων που δε με βοήθησε διολου στην προετοιμασία του τεστ, ότι πληρώθηκε κανονικά αλλα η δουλειά της δυστυχώς δεν ήταν καλή, και μου τσεπωσε και τα βιβλία ολοκαίνουρια παρακαλώ! Με το έτσι θέλω.. Τι να πεις; Καλή της ωρα..


Τον Αλεξ τον ξεπροβόδισα στο αεροδρόμιο Μακεδονία ο οποίος με παρακαλούσε να πάω να τον βρω στη Βοστόνη... Θεός φυλάξει ... Μετά από δυο one night, 3 γευματα σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης κ ενα ποτό στα Starbucks στο λιμανι, με πηρε κ σοβαρά και θέλησε να τον ακολουθήσω... σε κάποιο τσατ, μόνο απόγευμα, λόγο διαφοράς ώρας με έβρισε και τσατίστηκε επειδή έδειξα να μην ενδιαφέρομαι..

-Όχι χρυση μου, "που πάω και μπλεκω.. " εμπειρίες είναι αυτά... Ένας ψηλός ξερακιανος, μελαχρινος γαλανομάτης φλώρος, ελληνοαμερικανος ήταν, πως αλλιώς να τον περιγράψω ... τι παρά πάνω θέλεις;;; Καλή του ωρα όπου και να ναι κι ελπίζω να βρήκε τελικά παπούτσι από τον τοπο του γιατί είχε φαγωθεί... Άσε που δε μπορούσα και να συνεννοηθώ μαζί του... Άλλα έλεγα εγω αλλα καταλάβαινε αυτος... στη γλώσσα του σώματος καλυτέρα τα πηγαίναμε... αλλα και πάλι,... σαν να διάβαζα τον Ριζοσπάστη.

Ανακούφιση,... πάει κι αυτός

Μιλάω με τον κι.Γιώργο στο msn μεγαλοδημοσιογραφο ναυτιλίας από το Βήμα. -Τι να κάνω κι.Γιώργο μου;; Δε βρισκω άκρη πουθενά, ούτε στα προσωπικά ούτε στα επαγγελματικά... Με στέλνει να δώσω μια συνέντευξη σε μια ναυτιλιακή στη Θεσσαλονίκη την Arkas co. τουρκική που διεύθυνε ένας γνωστός του... Χμμ μόνο που δε μου δώσαν καμία μπάρμπι στην εξοδο να συμπληρώσω τη συλλογή με τα παιχνιδακια μου... Με βρήκανε λέει πολύ ρομαντική για να αντέξω στις απαιτήσεις της δουλειάς και δεν είχαν κι αδικο οι άνθρωποι.. Με πλήγωσαν βέβαια, και μου έμεινε απωθημένο αλλα τους κατανοώ.. Καλή τους ωρα...

Δεν άφησα  όμως εκεινο το καλοκαιρι δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, συνέχισα τις αναζητήσεις μου, έτρωγα τα μούτρα μου, αλλα τα έτρωγα  άγρια άγρια όμως και ξανασηκωνόμουν.

Δε βαριέσαι, 16 Σεπτεμβρίου έχουμε γάμο, παντρεύουμε την ξαδέρφη μας.. ας γίνει αυτό και βλέπουμε που θα κατευθυνθούμε




Τρίτη 6 Μαΐου 2014

25 Αυγουστου 2007

Είμαι στο σπίτι της γιαγιούλας μου στη Θεσσαλονίκη , κοντά στην Ανάληψη, ντάλα καλοκαιρι, στρωμένο στο χωλ ενα τραπεζάκι ξύλινο , ίσα ίσα χωράς να περάσεις στην κουζίνα, απλωμένο φάτσα φορά το λαπ τοπ, κ έχουν πάρει φωτά τα τεστ για το Toefl. Είμαι ηλιοκαμεμμενη, φοράω ενα πράσινο μακρύ μπλουζακι bsb από το 2003 κι ενα χοτ σορτς λευκό, ποδαράκια λεπτά σα κεράκια της λαμπρής,  53 κιλά τοπ κ η γιαγιά μου ακούει τελεβιζιον στη διαπασών... κλασσικά...

Ανάμεσα από τα τεστ παίρνουν φωτιά κ τα μηνύματα στο msn, -γεια σου τι κανεις είμαι ο Γιωργος, ...-καλα ευχαριστώ, εσύ; -γεια είμαι ο Αντώνης μήπως ενοχλώ ( τι να ενοχλείς ρε μαλακα; το κουδούνι μου βαρας;) -γεια σου, είσαι κούκλα, πότε θα βρεθούμε από κοντά; ο Σπύρος, ο Κώστας (ειδικά από αυτό παρά πολλοί, πόσους έχουμε αλήθεια;;;;) , ο Γιαννης (κι από αυτούς... ) , ο Γιωργος, ο Φίλιππος, ο Πέτρος, ο Μακης, ο Σακης, ο Νίκος (μπλιαχ...) ο Χρήστος (πιλότος...μανάρι...τι θυμάμαι τώρα,...) ο Λευτέρης, ο Αλεξ....ο ποιος;;;ο Αλεξ ;;; hi, I am John Alex who are you? Nice to meet you, you are so beautiful... Jesus! Εδώ,... ας σταθούμε... ψηλός , μελαχρινος, γαλάζια μάτια, ελληνοαμερικανος 3ης γενιάς, που έλεγε μόνο γιαγιά , παππού κ αυγολέμονο .. ντιπ βλαμμένο άτομο κάνει τουρ στην Ελλάδα για διακοπές....

Στην τίβι, η Ελλάδα καίγεται! έκτακτο  μετά το έκτακτο.... τα χωρια της Ηλίας τυλίγονται στις φλόγες... τι γίνεται ρε παιδιά;; Έξω 40 υπό σκιαν, και πασχίζω να τελειώσω τα τεστ γιατί το απόγευμα δίνω εξαιτασεις σε ενα κεντρο εξεταστικό στη διαγώνιο κι εμένα εκτός από την Ηλία εχει πάρει φωτιά ο κωλος μου... το ανεμηστηρακι δίπλα μου δουλεύει αδιάκοπα γιατί η δροσιά από το πέρα δωμάτιο που είναι το air condition δε με πιάνει, η γιαγιά κανει κάτι εύκολο να φάμε κ τη βοηθάω να το τελειώσει...

Κάνω  ενα διάλλειμα στο μπαλκόνι για τσιγάρο κ ice tea και τα τηλέφωνα  παίρνουν φωτιά.. ο Αλεξ επιμένει πως αν δεν με γνωρίσει τώρα που έρχεται στο Ελλάδα δεν θα εχει δει τίποτα από Ελλάδα και του κάνω την χάρη να με δει... ως αξιοθέατο...Τον αποφεύγω μια δυο μέρες μέχρι να τελειώσω το τεστ... στο οποίο  πατώνω και νομίζω ότι έχω γράψει για 100!

Baby I want to see you,... will you come to take me from the airport??? ( Σιγά να μη...γελοιε... ηθελε να γλιτώσει ταξί ο σπάγκος)




Την επόμενη τον συναντώ στο Ιμπεριαλ Πάλας 12.00 το μεσημέρι...
  γιαγιά : -που θα πας ;
   -έχω ενα ραντεβού
   -να προσέχεις...





Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Φίλος

Ο Άρης παρακολουθούσε συντετριμμένος το φέρετρο του φίλου του να το καλύπτει το χώμα. Το επίμονο ψιλόβροχο τον είχε κάνει μούσκεμα μέχρι τα κόκκαλα, αλλά δεν φαινόταν να το είχε καν προσέξει. Απλώς καθόταν εκεί, μην μπορώντας να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια τον Αντρέα, τον καλύτερο φίλο του. Τον μοναδικό φίλο του.

Ο Άρης ήταν αυτός που φώναξε τους γείτονες όταν τον βρήκε να κάθεται ασάλευτος στον καναπέ. Ο γιατρός που ήρθε μετά απλώς διαπίστωσε το θάνατό του. Ανακοπή καρδιάς. Ναι, ο Αντρέας είχε αδύναμη καρδιά παρά το νεαρό της ηλικίας του. Είχε όμως μια μεγάλη καρδιά.

Ο Αντρέας ήταν αυτός που τον είχε βοηθήσει όταν τριγύριζε στους δρόμους, γυρεύοντας από τους περαστικούς να του δώσουν κάτι να φάει. Ο Αντρέας ήταν ο πρώτος που του μίλησε γλυκά, που όχι απλώς τον λυπήθηκε, αλλά τον συμπάθησε κιόλας. Τον πήρε να μείνουν στο σπίτι του. Ήταν ένα άθλιο ημιυπόγειο δωμάτιο σε ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό. Από το μοναδικό σπασμένο παράθυρο έμπαινε λιγοστό φως και οι γωνίες του δωματίου είχαν μαυρίσει από την υγρασία. Ήταν όμως ένα σπίτι. Η σχέση τους γρήγορα εξελίχθηκε σε μια δυνατή φιλία. Ίσως γιατί ήταν και οι δυο τους ορφανοί και κατά κάποιο τρόπο καταλαβαινόντουσαν. Ίσως γιατί και οι δυο είχαν βρει ο ένας στον άλλο ένα στήριγμα. Το γεγονός ήταν πως ήταν πια αχώριστοι.

Ο Αντρέας ήταν ένα χαμίνι, ένα κλεφτρόνι του δρόμου. Σύντομα ο Άρης έγινε συνεργός του στην παρανομία. Η αγαπημένη τους τακτική ήταν σχετικά απλή. Πρώτα διάλεγαν το θύμα. Συνήθως ήταν κάποιος μικροπωλητής, από αυτούς με τους υπαίθριους πάγκους. Έπειτα, ο Άρης τους τράβαγε την προσοχή για να προκαλέσει αντιπερισπασμό. Ο Αντρέας καραδοκούσε παραπέρα και μόλις έβρισκε ευκαιρία βούταγε κάτι από τον πάγκο, αν είχε τίποτα φαγώσιμο ή στην καλύτερη περίπτωση, αν το κεσεδάκι με τις εισπράξεις δεν ήταν κρυμμένο, έβαζε το χέρι μέσα και άρπαζε όσα ψιλά μπορούσε να χωρέσει η παλάμη του και, αν όλα πήγαιναν καλά και δεν τους έπαιρναν χαμπάρι, απομακρύνονταν σιγά-σιγά σαν κύριοι. Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που διανύσαν τη μισή πόλη τρέχοντας, με κάποιον έξαλλο μπάρμπα να τρέχει ξοπίσω τους.

Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια. Όμως οι κακουχίες είχαν καταβάλλει την προβληματική καρδιά του Αντρέα. Είχε γίνει πιο αργός στο τρέξιμο. Μερικές φορές, την ώρα που έτρεχαν σταμάταγε και κράταγε το στήθος του. Αφού κάποια φορά, ένας παγωτατζής μόλις που δεν τους τσάκωσε. Όμως ο Αντρέας δεν του έλεγε τίποτα. Δεν ήθελε να τον κάνει να ανησυχεί. Έλεγε απλώς ότι μάλλον είχε κρυώσει. Και να που τώρα είχε γίνει το κακό.

Ο Άρης έμεινε τρεις ολόκληρες μέρες ασάλευτος δίπλα από τον τάφο του φίλου του, μέχρι που ο φύλακας του νεκροταφείου τον πήρε χαμπάρι και τον πέταξε έξω. Προσπαθώντας να συνέλθει κατευθύνθηκε προς το σπίτι τους. Όμως άλλη μια δυσάρεστη έκπληξη έκανε την καρδιά του να σφίξει. Μία μπουλντόζα είχε ισοπεδώσει το κτίριο και φόρτωνε τα μπάζα σε ένα φορτηγό. Αμέσως η εικόνα της προηγούμενης ζωής του, πριν γνωρίσει τον Αντρέα, ξαναζωντάνεψε μπρος στα μάτια του, κάνοντας την απώλεια του φίλου του ακόμα πιο δυσβάσταχτη. Περιπλανήθηκε όλη νύχτα ώσπου τελικά βρήκε καταφύγιο σε μια απάνεμη είσοδο ενός καταστήματος ρούχων.

Η επόμενη μέρα τον βρήκε να τον ξυπνά ένας κακόκεφος μαγαζάτορας με μια κλωτσιά στα πισινά. Πετάχτηκε όρθιος και νιώθοντας πολύ αδύναμος για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά του, απομακρύνθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Κάθισε σε ένα πεζούλι και παρακολουθούσε τους περαστικούς να πηγαινοέρχονται με το βιαστικό τους περπάτημα. Κάποια στιγμή, μια γυναίκα με ένα μικρό παιδάκι σταμάτησε να χαζέψει τη διπλανή βιτρίνα. Το παιδάκι άφησε το χέρι της μάνας του και τον πλησίασε. Προφανώς βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση, η αθώα παιδική ψυχούλα του τον λυπήθηκε και άπλωσε το χέρι του να του προσφέρει το σουσαμένιο κουλούρι που κρατούσε.

«Μη Νικόλα» φώναξε έντρομη η μητέρα του, μολις αντιλήφθηκε την κίνηση του παιδιού της. «Φύγε από κει, μπορεί να σε δαγκώσει. Βρωμόσκυλα, γιατί δεν τα μαζεύει κάποιος;»