Πάντα της άρεσε να πίνει ένα
δύο ποτηράκια προτού ξαπλώσει, έλεγε ότι την ηρεμούσε και την βοηθούσε να
διώξει όλα τα άγχη της ημέρας που έφευγε. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα
πώς το ουίσκι μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά την πίστευα γιατί την θαύμαζα. Η μητέρα
μου ήταν μια πετυχημένη δικηγόρος που περνούσε σχεδόν όλη της την ημέρα στο
γραφείο και στις δικαστικές αίθουσες.Ειδικά, μετά τον θάνατο του πατέρα μου,
όταν εγώ ήμουν 8 χρονών, δεν ήθελε να γυρίζει στο σπίτι. Φαινόταν ότι δεν
ένιωσε ποτέ άνετα με την απώλεια αυτή. Εγώ ήμουν αρκετά μικρή και για καιρό δεν
είχα συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει, νόμιζα πως ο μπαμπάς μου θα
γυρνούσε, πως όλο αυτό ήταν ένα κακό όνειρο, ένα άσχημο αστείο. Είμαι
μοναχοπαίδι, όσο μεγάλωνα λοιπόν, προσπαθούσα να πείθω τον εαυτό μου πως ο
πατέρας μου ζούσε, κάπου πολύ μακριά αλλά σίγουρα ζούσε και με έβλεπε, αν και
μακριά σίγουρα με πρόσεχε. Δεν ήθελα να δεχτώ όσα είχαν συμβεί λίγα χρόνια
πριν. Ο θάνατος του ήταν τόσο ξαφνικός.
Ήταν 12 Ιουλίου 1992. Η μητέρα
μου περιποιημένη όπως πάντα, είχε φορέσει ένα καινούριο φόρεμα και περίμενε να
γυρίσει ο αγαπημένος της από τη δουλειά. Της είχε πει ότι θα γύριζε νωρίς γιατί
είχε σχεδιάσει κάτι ιδιαίτερο για την δέκατη ευτυχισμένη επέτειο τους. Η μητέρα
μου δεν είχε πάει στο γραφείο εκείνη την ημέρα, ήθελε να την αφιερώσει στον
εαυτό της και αργότερα και στον σύντροφο της, τον Καρλ, έτσι έλεγαν τον πατέρα
μου και την μητέρα μου Άννι. Εγώ θα έμενα στο σπίτι μαζί με την αγαπημένη μου
θεία και αδερφή της Άννι, την Τζέιν.
Η Τζέιν δεν ήταν
παντρεμένη, ήταν η μικρή αδερφή της μητέρας μου που την λάτρευε. Δεν έμοιαζαν
καθόλου. Η Άννι ήταν πάντα πολύ καλή μαθήτρια, ώριμη πάντα για την ηλικία της
και σίγουρη για τα πιστεύω της και τα σχέδια της. Η Τζέιν δεν ήταν έτσι. Της
άρεσε να πηγαίνει διακοπές χωρίς να έχει κανονίσει τίποτα, όταν ήταν μικρή
βαριόταν το σχολείο, το θεωρούσε περιττό και χάσιμο χρόνου αφού κατά τα
λεγόμενα της για να προλάβει να γυρίσει τον κόσμο έπρεπε να ξεκινήσει από
μικρή. Τελικά δεν κατάφερε να γυρίσει τον κόσμο και συγκεκριμένα το πιο μακρινό
ταξίδι που μπόρεσε να κάνει ήταν από την Βιέννη που μέναμε στο Παρίσι. Είχε
πάει δύο φορές και ήταν τόσο ενθουσιασμένη, πάντα μιλούσε με νοσταλγία για την
Πόλη του Φωτός. Μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν να μπορούσε να έχει ένα όμορφο
γωνιακό καφέ κοντά στον πύργο του Άϊφελ. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό ήθελε να
πετύχει μέχρι να κλείσει τα τριάντα της. Ήταν τόσο γλυκιά και όμορφη, αυτό ήταν
κάτι στο οποίο έμοιαζε με την αδερφή της αν και δεν το παραδεχόταν απλά
χαμογελούσε ευγενικά όποτε της το έλεγαν.
Είχε περάσει
αρκετή ώρα από την ώρα που είχαν κανονίσει οι γονείς μου αλλά ο πατέρας μου δεν
είχε έρθει. Δυστυχώς τότε τα κινητά δεν ήταν και πολύ διαδεδομένα και έτσι δεν
υπήρχε τρόπος να τον βρει. Τηλεφωνούσε και ξανατηλεφωνούσε στο γραφείο του,
ήταν επίσης δικηγόρος, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής,
δεν θυμάμαι πόση αλλά σίγουρα ήταν αρκετή, χτύπησε το τηλέφωνο. Η Άννι έτρεξε
να απαντήσει καθώς είχε αρχίσει πια να ανησυχεί - «παρακαλώ;», μια άγνωστη
μέχρι τότε αντρική φωνή απάντησε στην άλλη άκρη της γραμμής, - «Είστε η κυρία
‘Αννι Μόλισμπεργκ;» , - «Μάλιστα» του απάντησε με τρεμάμενη πια φωνή».
- «Ονομάζομαι Νικ Λάισμπ, τηλεφωνώ από το Γενικό Νοσοκομείο Βιέννης, ο
σύζυγος σας..», - «Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μου λέτε;» την άκουσα να ουρλιάζει
αφού σχεδόν είχε καταλάβει τι θα άκουγε από αυτό τον άγνωστο άντρα. - «Ο
σύζυγος σας κυρία Μόλισμπεργκ, δυστυχώς.» - «Τι λέτε; Τι έγινε; Μα πώς; Δεν
μπορεί» - «Τράκαρε, κάποιος καθώς έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα παραβίασε τη σήμανση
και έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο του συζύγου σας, σκοτώθηκαν και οι δύο».
Ήταν
τόσα πολλά τα συναισθήματα της εκείνη τη στιγμή. Γύρισε σοκαρισμένη και με
κοίταξε και μετά ξέσπασε σε λυγμούς μη μπορώντας να καταλάβει γιατί συνέβη
αυτό. Ήταν σίγουρη ότι και εκείνη αλλά και ο πατέρας μου ήταν πολύ καλοί
άνθρωποι, πολύ συνετοί. Ήταν σίγουρη ότι αυτό δεν της άξιζε. Δεν το άντεχε. Το
έβλεπα σε κάθε της βλέμμα, σε κάθε της κίνηση από εκείνη την ημέρα και μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου