Λιγα Λογια..

Το Yes!Just Read your Book! είναι ένα ιστολόγιο/blog που σκοπό έχει να βοηθήσει όλους όσους γράφουν μικρές ή μεγάλες ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα, κριτικές, άρθρα ή ακόμα και συνταγές, να τα δημοσιεύσουν! Στις μέρες που ζούμε το διαδίκτυο αποτελεί τον ευκολότερο, οικονομικότερο και γρηγορότερο τρόπο να κοινοποιήσουμε το έργο μας. Το Yes!Just Read your Book επιδιώκει να γίνει ο μεσάζοντας ανάμεσα σε όλους όσους γράφουν και τον κόσμο, και γιατί όχι και κάποιον εκδοτικό οίκο που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί.
Στο εξωτερικό σε αντίστοιχες σελίδες ήδη άνθρωποι που γράφουν έχουν συνεργαστεί με μεγάλες εταιρίες.
Γιατί να μην υπάρξει κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα;

Ζούμε σε μια χώρα που τα ερεθίσματα για έμπνευση είναι παντού γύρω μας, γιατί λοιπόν να μην τα εκμεταλλευτούμε αν μας αρέσει; Κι αν τελικά το κάνουμε γιατί να μην προωθήσουμε τις ιδέες μας εύκολα και γρήγορα;!

Η γενικότερη ιδέα είναι ότι δημοσιεύουμε κάθε φορά το πολύ ένα κεφάλαιο όταν πρόκειται για ιστορίες ώστε να μην χαθεί η μαγεία της προσμονής για το παρακάτω, που όλοι εμείς οι βιβλιοφάγοι λατρεύουμε.

Επίσης, με αυτή τη μέθοδο δίνεται η ευκαιρία στον εκάστοτε συγγραφέα να επηρεαστεί από τα σχόλια του αναγνωστικού κοινού του ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας του.

Σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, επιθυμία της Ομάδας του Yes!Just Read Your Book είναι να δημοσιεύει ο καθένας μόνος του τα κείμενα του κατ'ευθείαν ώστε να εξασφαλίζεται κι η προέλευση του κάθε κειμένου. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας που δημοσιεύει κάποια ιστορία από τον δικό του υπολογιστή μέσω του δικού του email κατοχυρώνει αυτόματα και το κείμενο αυτό και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο. Βέβαια αυτό προυποθέτει να μην έχει αντιγραφεί το εκάστοτε κείμενο από αλλού αλλά πράγματι να δημοσιεύεται για πρώτη φορά.


Με εκτίμηση,

Η ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πως Μπορω να δημοσιευσω κι εγω;

Εάν θες κι εσύ να μοιραστείς μαζί μας τα κείμενα σου, δεν έχεις παρά να εκδηλώσεις το ενδιαφέρον σου μέσω της Φόρμας Επικοινωνίας (Κάτω δεξιά) και μετά από λίγο θα λάβεις στο email σου πρόσκληση που θα σου δίνει τη δυνατότητα να δημοσιεύεις κατ'ευθείαν στο Just Read Your Book!

Σε περιμένουμε!!

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα του Yes!Just Read Your Book!

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Σιγά μην τύχει σ' εμενα (4ο μέρος) ..από Just Read Your Book

Όταν έφυγε από την ζωή, σκέφτηκα ότι τώρα μπορώ να πίνω ελεύθερα. Δεν χάρηκα αλλά ένιωσα μια απρόσμενη ανακούφιση. Αυτό το συναίσθημα ήταν που με τρόμαξε. Σκέφτηκα ότι η Άννι μου, που μπορεί να μην μου μιλούσε πολύ και να είχε πάψει να με αγαπάει όπως όταν ήμουν μικρή, έφυγε. Έφυγε για πάντα. Δεν θα την ξαναέβλεπα, σαν τον πατέρα μου. Και εγώ το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν ανακούφιση; Μα πως μπόρεσα; Τι έπαθα;
Αυτές οι ερωτήσεις αλλά και η άσχημη απόλυση μου όταν το αφεντικό μου κατάλαβε ότι πίνω πριν τη δουλειά με οδήγησαν στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Ένα άρθρο σε ένα περιοδικό έγραφε πόσο πολύ σε βοηθούν και δεν σε εκθέτουν και κυρίως δεν σε κοιτούν παράξενα εκεί. Αποφάσισα να πάω. Τι είχα να χάσω; Ίσως μάλιστα να μπορούσαν να με βοηθήσουν να διώξω τους εφιάλτες μου που τον τελευταίο καιρό ενώ έπινα όλο και πιο πολύ δεν έλεγαν να φύγουν. Ήμουν πεπεισμένη πως δεν ήμουν αλκοολική γιατί είχα λόγο που έπινα, να φύγουν οι εφιάλτες. Όμως όταν έχασα την μητέρα μου συνειδητοποίησα ότι οι εφιάλτες έχουν γυρίσει αν και εγώ πίνω. Μα τι συνέβαινε άραγε. Εκεί θα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Σίγουρα.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά από εκείνη την απρόσμενη απόφαση μου να ζητήσω βοήθεια χωρίς καν να είμαι σίγουρη αν έχω πρόβλημα, βεβαιώθηκα. Ήμουν αλκοολική. Έχω να πιω περίπου δυόμισι χρόνια αν υπολογίσουμε και ένα μικρό μου στραβοπάτημα την πρώτη χρονιά. Για πρώτη φορά νιώθω περήφανη για τον εαυτό μου έπειτα από πολλά χρόνια. Πολύ συχνά βλέπω εφιάλτες και ψάχνω να βρω αλκοόλ αλλά εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Το μόνο μεθυστικό είναι οι ατελείωτες συζητήσεις και εξομολογήσεις στους ειδικούς που μετά από τα όσα με δίδαξαν μπορώ να τους αποκαλώ και σωτήρες μου. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις κατάλαβα ότι η μητέρα μου με αγαπούσε, αλλά ήταν τόσο νέα όταν έχασε την μεγάλη της αγάπη που σοκαρίστηκε και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Φοβήθηκε να συνεχίσει να ζει και γι’ αυτό ζούσε μόνο για να δουλεύει. Προσπάθησε να αποφύγει κάθε άλλο συναισθηματικό δέσιμο ακόμα και με εμένα το παιδί της για να μην πληγωθεί πάλι. Δεν την συγχωρώ άλλα πλέον μπορώ να την καταλάβω. Πέρασα πολλά στη ζωή μου και ούτε που το έμαθε ποτέ, ούτε που νοιάστηκε. Τελικά δεν ήταν όσο δυνατή πίστευα γιατί εκείνη φοβήθηκε να αντιδράσει στην μοίρα της και υπέκυψε. Εγώ δεν το έκανα και νιώθω δυνατή και περήφανη γι’ αυτό.
Δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει. Δεν ξέρω καν τι θα κάνω στο μέλλον. Για αρχή θέλω να αναζητήσω την Τζέιν, να μάθω αν τελικά ζει στο Παρίσι, να μάθω τι κάνει και πως ζει. Νιώθω περίεργα τώρα που βγαίνω από το ίδρυμα. Φοβάμαι για την πρώτη μου αντίδραση μπροστά στο αλκοόλ αλλά είμαι αισιόδοξη. Ελπίζω. Άλλωστε είμαι λογική, έχω έναν στόχο και επειδή είμαι πεισματάρα σαν την Άννι θα τον πετύχω.

Λίντσι Μόλισμπεργκ

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΜΠΟΥΝ

Κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Η λάμψη στα μάτια τους ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών που καθρεφτίζονταν στα ακίνητα, σκοτεινά νερά.
Εκεί, στην όχθη της Παλιάς Λίμνης, έδωσαν όρκο. Ότι η λάμψη αυτή δε θα σβήσει ποτέ.

Από εκείνη τη νύχτα, όλα ήταν πιο φωτεινά. Η Ζωή ήταν υπέροχη. Η μέρα, ο Ήλιος, τα σύννεφα, η γη, η νύχτα, τα ζώα, τα φυτά. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και κάθε πτυχή της ζωής είχε το δικό της χρώμα, το δικό της νόημα.

Οι Άλλοι κατάλαβαν αμέσως την αλλαγή μέσα τους. Και τους μίσησαν γι' αυτό. Γιατί οι περισσότεροι φθονούν αυτούς που τα μάτια τους λάμπουν.
Αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε. Όσο και να τους φθονούσαν, όσο και να προσπαθούσαν να τους βλάψουν, αυτοί αντάμωναν τα βράδια στην όχθη της Παλιάς Λίμνης και κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου. Και κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου.

Ο χρόνος όμως περνούσε. Και ο φθόνος των άλλων άρχισε να τους κουράζει και να τους πληγώνει. Οι μέρες γίνονταν πιο δύσκολες. Οι νύχτες λιγότερο φωτεινές.

Η ιδέα ήταν δική του. Αυτή συμφώνησε. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Αποστακτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν απροθυμία. Ήταν όμως αργά για να κάνουν πίσω. Κοίταξαν για τελευταία φορά ο ένας τη λάμψη στα μάτια του άλλου. Και μπήκαν μέσα.
Όταν βγήκαν, η λάμψη στα μάτια τους είχε φύγει. Κρατούσαν από ένα φιαλίδιο. Το δικό του περιείχε τη λάμψη από τα δικά της μάτια. Το δικό της περιείχε τη λάμψη από τα δικά του.

Ήρθαν πιο δύσκολες εποχές. Εποχές που δοκίμαζαν την πίστη τους και την αντοχή τους. Αλλά πάντα, είχαν τα φιαλίδια. Και τα έβγαζαν από τις κρυψώνες τους. Και τα πλησίαζαν στα μάτια τους. Και τότε, μια λάμψη γεννιόταν μέσα από το κενό και τα φιαλίδια έλαμπαν. Και μαζί τους έλαμπαν και τα μάτια τους. Και όλα τα προβλήματα ξεπερνιόνταν. Γιατί όταν τα μάτια τους έλαμπαν, τα πάντα γίνονταν ξανά φωτεινά.

Κάποτε, κατάλαβαν ότι ήρθε ο καιρός. Το αποφάσισαν και οι δύο μαζί. Τώρα, μπροστά στις πύλες του Συγχωνευτηρίου, και οι δύο ένοιωθαν ανυπομονησία. Κοίταξαν με νοσταλγία τη λάμψη στα φιαλίδιά τους για τελευταία φορά. Και μπήκαν μέσα.

Παρέδωσαν τα φιαλίδια στο Λειτουργό και βγήκαν έξω. Περίμεναν με αγωνία. Ώσπου έφτασε η νύχτα. Τα αστέρια πλημμύρισαν το στερέωμα. Ο Λειτουργός βγήκε από το Συγχωνευτήριο και τους πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια του και τους το έδωσε. Άνοιξαν τρυφερά το μεταξωτό ύφασμα. Ήταν κορίτσι.
Και η λάμψη στα μάτια της ήταν πιο δυνατή και από τη λάμψη όλων των αστεριών.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Το Γεύμα


«Ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος αν όλοι ήξεραν να χρησιμοποιούν σωστά το μαχαίρι και το πιρούνι». Έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο κύριος Καθηγητής, αναλογίστηκε ο Πέτρος την ώρα που το ζουμερό κομμάτι από το μπον φιλέ του, ικανοποιούσε με το παραπάνω τους γευστικούς θύλακες της γλώσσας του.
Ουσιαστικά, ο Καθηγητής ήθελε να πει – και το έλεγε συχνά – ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ότι τρώει, κατά τη γνωστή ρήση «είμαστε ότι τρώμε». Έδινε ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στο πώς τρώμε. Θεωρούσε ότι αυτό μας ξεχώριζε από τα ζώα. Πίστευε ότι ήταν καθήκον της οικογένειας, της κοινωνίας και σε τελική ανάλυση της πολιτείας, να διδάξει τα νέα παιδιά να τρώνε σωστά, με ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο και με βάση τους κανόνες του savoir vivre. Υποστήριζε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, λόγω της προσεγμένης και ισορροπημένης διατροφής, θα πληρούσε τη βασικότερη προϋπόθεση του «νος γις ν σώματι γιε». Από την άλλη, οι σωστοί κανόνες συμπεριφοράς στο τραπέζι, προσδίδουν στο άτομο την ιδιότητα της ευγένειας, το εκπαιδεύουν να δίνει προσοχή στη λεπτομέρεια, να αποφεύγει περιττές κινήσεις και να σέβεται τους συνδαιτυμόνες/συνανθρώπους του. Αυτή του η θεωρία, του είχε γίνει εμμονή. Σε κάθε γεύμα που παρίστατο, πάντοτε εύρισκε την ευκαιρία και πέταγε ένα σχετικό σχόλιο, με το χαρακτηριστικό του ύφος, και αμέσως καταλάβαινες ότι το αγαπημένο του θέμα είχε ήδη σερβιριστεί προς συζήτηση. Και τότε όλοι σταματούσαν να τρώνε, παρά κάθονταν και τον άκουγαν με προσοχή, γιατί τρόπος που μιλούσε ήταν τόσο όμορφος και κομψός, όπως ο τρόπος που έτρωγε.

Ένα από τα αγαπημένα του σχόλια ήταν η ερμηνεία της λέξης «συντροφιά». Θα ξεκινούσε την κουβέντα λέγοντας: «Αλήθεια, μπορεί να μαντέψει κανείς τι σημαίνει η λέξη “συντροφιά”»; Φυσικά δεν άφηνε και πολύ χρόνο για να το σκεφτούν οι υπόλοιποι. Ακόμα και αυτοί που το είχαν ξανακούσει, δεν απαντούσαν. Άλλωστε και ο ίδιος το απολάμβανε ιδιαίτερα να κάνει ξανά και ξανά την ίδια ανάλυση: «Η λέξη συντροφιά προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων “συν” και “τρέφομαι”. Δηλαδή τρώω μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους. Και αυτή η λέξη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας και του πολιτισμού μας. Οι πρώτοι άνθρωποι στην αρχή ήταν μοναχικοί τροφοσυλλέκτες. Έπειτα, ανακάλυψαν την ευεργετική επίδραση της πρωτεΐνης που λάμβαναν από το κρέας και εξελίχθηκαν σε κυνηγούς. Σύντομα, άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες και να κυνηγούν μαζί προκειμένου να εξασφαλίσουν πιο εύκολα και με περισσότερη ασφάλεια το πολύτιμο και θρεπτικό κρέας. Αυτοί αποτελούσαν τις πρώτες “συντροφιές”, τις πρώτες κοινωνικές ομάδες. Στις μεταγενέστερες κοινωνίες, το κέντρο του σπιτιού κάθε οικογένειας ήταν η εστία. Όχι μόνο γιατί εκεί ζεσταίνονταν από τη φωτιά που έκαιγε, αλλά και γιατί εκεί μαγειρευόταν το φαγητό. Έτσι, η ώρα του φαγητού απέκτησε μία μοναδική ιερότητα στο πέρασμα των αιώνων, η οποία διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Γι’ αυτό λοιπόν αγαπητοί μου, είναι τραγικό αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα. Άνθρωποι να κάθονται στα διαμερίσματά τους και να τρώνε μόνοι τους και τις περισσότερες φορές φαγητό πρόχειρο, το οποίο συνήθως παραγγέλνουν “απ’ έξω”, και το οποίο ετοιμάζει στα γρήγορα ένας βαριεστημένος υπάλληλος, με υλικά αμφιβόλου ποιότητας. Απλά, τραγικό.»

Ο Πέτρος έπιασε τη λαβίδα, σερβίρισε στο πιάτο του μία μπριζόλα σενιάν και άρχισε να την τεμαχίζει με εξαιρετική μαεστρία. Έφερε στο μυαλό του το τελευταίο γεύμα που είδε τον Καθηγητή, την προηγούμενη της εξαφάνισής του, πριν από μία εβδομάδα. Ήταν ένα συνηθισμένο γεύμα στο σπίτι του Δημάρχου και στο τραπέζι καθόταν ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος θα συνεργαζόταν με το Δήμο, σε ένα μεγαλόπνοο δημοτικό έργο. Ο τύπος ήταν απίστευτα χοντρός και το προγούλι του ήταν τόσο μεγάλο που νόμιζες ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει λαιμό. Είχε τοποθετήσει την πετσέτα του στο γιακά σα σαλιάρα και είχε αρπάξει ένα μπούτι κοτόπουλο και πιάνοντάς το και με τα δύο χέρια, το καταβρόχθιζε. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στη φαλάκρα του, ενώ το απεριποίητο μουστάκι του και τα δάχτυλά του είχαν γεμίσει σάλτσες και λίγδα, και το μέχρι πριν λίγο λευκό πουκάμισό του είχε γεμίσει λαδιές. Ο κύριος Καθηγητής, είχε από ώρα σταματήσει να τρώει και τον κοιτούσε σιωπηλός και ακίνητος, χωρίς όμως να αφήσει την αηδία να εκφραστεί στο πρόσωπό του. Η στιγμή ήταν φορτισμένη, σαν την ηρεμία πριν την καταιγίδα. Με το στόμα γεμάτο και το μπούτι να διαγράφει σχέδια στον αέρα, ο χοντρός επιχειρηματίας εξηγούσε με περηφάνια στους υπόλοιπους, πώς πέτυχε τη συγχώνευση με μία ανερχόμενη ανταγωνιστική εταιρία, αφού προηγουμένως είχε καταφέρει με χρηματιστηριακά τρυκ να υποτιμήσει τη μετοχή της και να την εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή και αμέσως μετά άρχισε να γελάει βροντερά, με τη μασημένη τροφή να αναδεύεται μέσα στο στόμα του. Σ’ αυτή τη θέα ο Καθηγητής σηκώθηκε όρθιος. Όλοι οι υπόλοιποι σταμάτησαν να τρώνε και τον κοίταξαν. Είχε αναψοκοκκινίσει και τα μάτια του κατακεραύνωναν το χοντρό. Ο Δήμαρχος ξεροκατάπιε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Καθηγητής ανάκτησε την ψυχραιμία του και το χρώμα του ξαναγύρισε στο πρόσωπό του. Με ήρεμη και ευγενική φωνή απευθύνθηκε στο χοντρό λέγοντάς του: «Είστε αδηφάγος, αγενέστατος, απεχθής και ανάγωγος». Έπειτα απευθύνθηκε στο Δήμαρχο και του είπε: «Συγχωρέστε με» και έφυγε.

Ο Πέτρος ήπιε μια γουλιά κρασί και αναρωτήθηκε αν εκείνο το βράδυ ο Καθηγητής περισσότερο εξοργίστηκε ή χάρηκε. Και βέβαια εξοργίστηκε, γιατί κάθισε για φαγητό στο ίδιο τραπέζι με έναν τύπο σαν το χοντρό επιχειρηματία. Από την άλλη όμως, ο χοντρός επιχειρηματίας, επιβεβαίωνε πανηγυρικά και περίτρανα τη θεωρία του. Ο τρόπος που ο χοντρός συμπεριφερόταν στο τραπέζι δε διέφερε καθόλου από τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε ως επιχειρηματίας. Ο Πέτρος έκοψε άλλο ένα κομμάτι κρέας από τη μπριζόλα του και το έφερε στο στόμα του. Άρχισε να το μασάει αργά και σχολαστικά και αναρωτήθηκε αν η θεωρία του κύριου Καθηγητή θα μπορούσε να ισχύει. Σίγουρα η υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή αποτελεί τη βάση για ένα υγιές σώμα και έναν υγιή και κατ’ επέκταση λογικά σκεπτόμενο νου. Η εκμάθηση της σωστής χρήσης του σερβίτσιου θα μπορούσε να κάνει τον άνθρωπο να προσέχει τη λεπτομέρεια, να του αναπτύξει την οξυδέρκεια και αυτό που λέμε «να αποκτήσει τρόπους». Όλα αυτά έπειτα θα τα εφαρμόσει και στις υπόλοιπες πτυχές της ζωής του. Δε θα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος ισορροπημένος, έξυπνος, ευαίσθητος, ευγενής και ανίκανος να κάνει κακό σε κάποιον συνάνθρωπό του;

«Μπα…», σκέφτηκε καθώς κατάπινε το τελευταίο κομμάτι αυτού που κάποτε ήταν ο κύριος Καθηγητής.



Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

"Χαρηκα που σε γνωρισα, και τωρα...;" Μερος Α΄

Ήταν σκοτεινά σε εκεινο το σημείο. Στον δρόμο που ειχα παρκαρει ηταν μονόδρομος, στη γωνια ενος πεζόδρομου,  στον οποιο σε έβγαζε απέναντι  στον Ψηλο Βράχο.   Ηταν θεοσκοτεινα. Το μονο που εβλεπα μπροστά μου ηταν τα φώτα του Ψηλού Βραχου. Τιποτε άλλο. Δεξιά ενα κτήριο και σκοτάδι. Αριστερα ενας παιδικος σταθμος και σκοτάδι. Δε μου αρέσει το σκοτάδι. Με αγχώνει. Η αγωνία μου στο κόκκινο ενέτεινε το άγχος μου.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

24 Σεπτεμβριου 2007

Ηρθε η μεγαλη μέρα. Το ραντεβου κανονιστηκε στα μέρη του, στις 9.00μμ  το βραδυ. Εκεινη την χρονια έκανε ακόμα καλοκαίρι. Υψηλες για την εποχη θερμοκρασιες. Στα βόρεια μέρη που ζουμε εμείς, μόλις αρχισε να κάνει ψύχρα.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Λιγο πριν την συναντηση

Μεσολαβησαν κανα δυο τηλεφωνηματα ακομα αυτες τις πεντε μέρες που τον περιμενα να ερθει απο Τσεχια. Απο το Πανεπιστημιο που διδασκε. Τι διδασκε;; Θεματα Πληροφορικης, ας πουμε...
Ειχε να δει καποιους φοιτητες ακομα και να τακτοποιησει τις διατριβες τους, που ειχε αναλαβει ο ιδιος να τους πατροναρει, γιατι το βασικο σεμιναριο είχε τελειωσει.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Το Μαχαίρι



         O Μανούσος θα έκανε τα πάντα για λίγα χρήματα. Θα πούλαγε και την ίδια του τη μάνα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα το χρήμα. Ίσως και να το σιχαινόταν. Εξάλλου, ποτέ δε μπόρεσε να κρατήσει φράγκα πάνω του, αν και από τα χέρια του είχαν περάσει ολόκληρες περιουσίες. Λάτρευε τις απολαύσεις που τα λεφτά του πρόσφεραν. Τις ελευθερίες που εξαγόραζαν. Τα πάθη που ικανοποιούσαν. Το ποτό, τις γυναίκες, τα ναρκωτικά, το τζόγο.

Εδώ και κάμποσες εβδομάδες πέρναγε ένα μαρτύριο. Δεν είχε σάλιο. Είχε μείνει ταπί. Κοίταξε γύρω, στο άδειο σπίτι του, μπας και βρει τίποτα για σκότωμα. Τα είχε πουλήσει σχεδόν όλα. Τα έπιπλα, την τηλεόραση, ένα μικρό στερεοφωνικό. Το μόνο που είχε ήταν ένας καναπές, που χρησίμευε και για κρεβάτι, και κάτι φτηνοί πίνακες που δεν τους έπαιρνε κανείς, ούτε για ψίχουλα. «Η ντουλάπα», σκέφτηκε. Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει με μανία ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα του και έπειτα στις τσέπες από τα παντελόνια και τα πουκάμισα. Ένα χαρτονόμισμα. Δεκάευρο.
«Αρχίδια», είπε φωναχτά και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει.
Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη αντανάκλασή του τον κοίταξε απελπισμένα. Κάτι γυάλιζε στο λαιμό του κάτω από το γιακά. Ο βαφτιστικός σταυρός του. Το ‘χε σκεφτεί ξανά πριν μερικές μέρες, όμως το ‘χε αποκλείσει. Τότε είχε ακόμα την τηλεόραση. Ήξερε για ένα τύπο – Μπάμπουρα τον φώναζαν; - που μπορούσε να τ’ αφήσει ενέχυρο. Θα ‘βγαζε τουλάχιστον διακόσια. Ήταν ολόχρυσος. Έκανε ένα τηλέφωνο, έβαλε το μπουφάν του και βγήκε.
Το τρίτο δεξιά κουδούνι στο 112 της Δροσοπούλου έγραφε «Μπάμπης».
«Μπάμπουρας», σκέφτηκε ο Μανούσος και το πάτησε.
«Ποιος;», ακούστηκε από το μικρό ηχείο του θυροτηλεφώνου.
«Ο Μανούσος.»
Παύση.
«Ποιός Μανούσος;»
Κόμπιασε.
«Με στέλνει ο Άκης, δε σου μίλησε;»
«Α, ναι, ναι. Πέρνα.»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος ακούστηκε. Ο Μανούσος έσπρωξε την πόρτα, ακούστηκε ένα κλικ και αυτή άνοιξε.

Σε ένα φθαρμένο μπορντό καναπέ μιας γκαρσονιέρας, στο δεύτερο όροφο, ο Μπάμπουρας κράταγε στο χέρι του το σταυρό, σαν να τον ζύγιζε. Στο άλλο κράταγε ένα τσιγαριλίκι. Το δωμάτιο βρωμοκόπαγε. Ο Μανούσος ρουφούσε τον αέρα από τη μύτη με βαθιές αναπνοές. Ο άλλος τον κατάλαβε και του πρόσφερε το τσιγαριλίκι.
«Τράβα», του είπε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Μανούσος και τράβηξε δυο τρεις απανωτές. Κράτησε τον καπνό μέσα του για αρκετή ώρα και έπειτα τον έβηξε πνιγμένος.
«Καλό πράμα;», ρώτησε ο Μπάμπουρας.
«Καλό», είπε ο Μανούσος και του το ‘δωσε πίσω.
Ήταν πραγματικά καλό. Καιρό είχε να φουμάρει κάτι τέτοιο. Ελαφρώς ζαλισμένος μπήκε κατευθείαν στο θέμα:
«Πόσα;»
«Πενήντα»
«Τι πενήντα ρε φίλε, είναι ατόφιο χρυσάφι. Πιάνει τουλάχιστον διακόσια.»
«Το μαρούλι τι θα το κάνεις;»
«Δική μου δουλειά»
«Είναι και δική μου. Αν σου δώσω διακόσια και πας και τα φας και δεν έρθεις να το πάρεις, θα ξεμείνω με ένα βαφτιστικό που και να το λιώσω, δε θα μου φτάνει ούτε για τις κουφάλες στα δόντια μου. Γι’ αυτό, ξαναρωτάω: Το μαρούλι, τι θα το κάνεις;»
«Κόκκαλα»
«Πενήντα»
Ο Μανούσος έκανε να σηκωθεί.
«Ώπα, περίμενε», είπε ο Μπάμπουρας και έδειξε με τα μάτια του στη ζώνη του Κρητικού.
«Τι έχεις εκεί;»
«Το μαχαίρι ξέχνα το»
«Κάτσε κάτω και δως μου να του ρίξω μια ματιά», του είπε και του πρόσφερε ξανά το τσιγαριλίκι.
Ο Μανούσος πήρε διστακτικά το τσιγάρο στο χέρι του – πολύ καλό για να αρνηθεί μια τζούρα ακόμη. Έβγαλε το ασπρομάνικο με τη θήκη του και το ‘δωσε στον άλλον.
Ο άλλος κράτησε το μαχαίρι με τα δυο χέρια. Χάιδεψε τη φιλντισένια λαβή του, τους σκαλιστούς ασημένιους καμπτζέδες του, τη δερμάτινη θήκη του. Έκανε να το τραβήξει. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο Κρητικός του ‘πιασε το χέρι και τον κοίταξε στραβωμένος.
«Το μαχαίρι βγαίνει από τη θήκη του είτε για να χύσει αίμα, είτε για να καθαριστεί. Και τώρα δε θέλω να το καθαρίσω»
«Ώπα φίλε, χαλάρωσε», είπε ο Μπάμπουρας και του ‘δωσε το μαχαίρι πίσω. «Ήθελα μόνο να δω τη μαντινάδα»
«Όπως σου είπα. Το μαχαίρι δε βγαίνει από τη θήκη του»
Ο Μπάμπουρας τον κοίταξε πονηρά.
«Λοιπόν, Κρητικόπουλο, σου ‘χω μια προσφορά», είπε ο απατεώνας. Ο Μανούσος δεν πρόσεξε τη γυαλάδα στο μάτι του.
«Το μαχαίρι ξέχνα το», είπε για μια ακόμα φορά ο Μανούσος.
«Άκου πρώτα…»
«Λέγε»
«Θα σου δώσω δυο κατοστάρικα για το μαχαίρι και άλλα εκατό για το σταυρό»
Ο Μανούσος το σκέφτηκε. Δεν ήθελε με την καμία να σκοτώσει το μαχαίρι. Του το ‘χε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μόλις επτά. Πρόσεξε όμως - μες τη θολούρα του από το μαύρο – ότι ο Μπάμπουρας του ‘δινε τώρα πενήντα παραπάνω για το σταυρό. Ήθελε να υποτιμήσει την αξία του μαχαιριού, αλλά για να μην τον κάνει να αισθάνεται ότι τον πιάνει κορόιδο, του δίνει πενήντα παραπάνω για το σταυρό έτσι ώστε να φτάσει πιο κοντά στην πραγματική συνολική αξία και των δυο. Έξυπνο, αλλά ο Μανούσος δεν ήταν χθεσινός. Έβλεπε ότι είχε το πάνω χέρι στο παζάρι. Αλλά, από την άλλη… όχι το μαχαίρι. Όμως, αν του πήγαινε καλά η βραδιά, θα μπορούσε να έρθει πάλι αύριο και να το πάρει πίσω. Και θα του πήγαινε καλά η βραδιά. Είχε καιρό να του πάει καλά. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και τα ‘νιωσε καλά. Όπως τότε που κέρδιζε.
«Πέντε», είπε ο Μανούσος αποφασιστικά.
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε», είπε ο Μπάμπουρας. Ψαχούλεψε με το χέρι του ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ και έβγαλε ένα σακουλάκι μαύρο. Του το πέταξε. Ο Μανούσος το ‘πιασε στον αέρα. Θα ‘πρεπε να ‘ταν καμιά δεκαριά γραμμάρια.
«Θα σου δώσω τριάμισι κατοστάρικα και το πράμα. Με τέσσερα τα παίρνεις πίσω»
Ο Μανούσος ξανασκέφτηκε. Το πράμα, δεδομένου ότι είναι της ίδιας ποιότητας που δοκίμασε, θα κάνει καμιά κατοστάρα. Και τριάμισι, τεσσεράμισι. Βέβαια ο Μπάμπουρας το ‘χε πάρει πολύ πιο φτηνά, κάνα πενηντάρικο. Οπότε, τέσσερα. Άρα ο άλλος ήταν στα ίσα του. Βέβαια θα πόνταρε ότι ο Μανούσος θα έχανε το χρήμα στα ζάρια και δε θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Όμως έκανε λάθος. Δε θα έχανε. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Θεωρώντας ότι πέτυχε μια καλή συμφωνία, άφησε το μαχαίρι και το σταυρό, πήρε το χρήμα και το πράμα, δώσανε τα χέρια και έφυγε.
Καθώς γύριζε, μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ και πήρε τσιγάρα και ένα μπουκάλι τσικουδιά. Πήγε σπίτι και άραξε στον καναπέ. Είχε ακόμα δυο-τρεις ώρες μέχρι να πάει στη μπαρμπουτιέρα του «Σελάχια». Έφτιαξε ένα μπάφο και τον ήπιε. Έπειτα έφτιαξε άλλον ένα. Πέντε μπάφους και ένα μπουκάλι τσικουδιά αργότερα, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Περπάταγε στο δρόμο ευτυχισμένος. Ήταν φτιαγμένος και φορτωμένος. Και πάνω απ’ όλα, ένιωθε τυχερός. Μετά από λίγη ώρα θα είχε χρήμα, θα πήγαινε στου Μπάμπουρα να πάρει πίσω το μαχαίρι και το σταυρό. Και λίγο μαύρο ακόμα. Και μετά θα πέρναγε μια βόλτα από την Πιπίνου. Θα έδινε στη Ζέτα ένα πενηντάρικο παραπάνω για το «έξτρα» πρόγραμμα.

* * *

Το τέταρτο από κάτω κουδούνι, στο 67 της Κεφαλληνίας, έγραφε «Μάκης».
«Σελάχιας», σκέφτηκε ο Μανούσος και χτύπησε το κουδούνι.
«Ποιος;», είπε το θυροτηλέφωνο.
«Μανούσος»
Ένας πνιχτός ηλεκτρικός ήχος, ένα κλικ και η πόρτα άνοιξε.
Κατέβηκε στο ημιυπόγειο. Έξω από την ξύλινη πόρτα μύριζε τσιγαρίλα. Ένιωσε κάποιον να τον τσεκάρει από το ματάκι. Η πόρτα άνοιξε. Τον υποδέχτηκε ένας χοντρός με την κοιλιά του να ξεχειλίζει από το παντελόνι. Ο «Σελάχιας». Από το μισάνοιχτο πουκάμισο πετάγονταν γκρίζες τρίχες. Πίσω του κάπνα και φωνές γύρω από την μπαρμπουτιέρα.
«Να δω», είπε ο χοντρός.
Ο Μανούσος έβγαλε από την τσέπη του το πάκο με τα εικοσάρικα. Ο χοντρός ξίνισε. Ο μικρός δεν ήταν πολύ φορτωμένος, αλλά καλά κι αυτά τα λίγα.
Μετά από κάνα τέταρτο, ο Μανούσος ήταν ένα κατοστάρικο μείον. Έπρεπε να ρεφάρει. Έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Τα ένιωσε καλά. Όλα μέσα. Δυόμισι κατοστάρικα. Και ένα ξεχασμένο δεκάρικο, διακόσια εξήντα. Μια ζαριά και…

Ντόρτια.

Ο Μανούσος καθόταν ξαπλωμένος στον καναπέ του. Τα τελευταία δυο τσιγάρα τον χάλασαν. Έβγαλε από την τσέπη του το σακουλάκι. Τρίμματα. Δεν είχε πια ούτε μαύρο, ούτε τσικουδιά, ούτε λεφτά, ούτε το μαχαίρι. Θεέ μου, το μαχαίρι. Πώς θα το πάρει τώρα πίσω. Σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Είχε ιδρώσει. Πήγε στο νιπτήρα και έριξε νερό στα μούτρα του. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Η μελαχρινή, αξύριστη, άθλια αντανάκλασή του τον κοίταζε με περιφρόνηση. Πώς μπόρεσε και έδωσε το μαχαίρι; Και πώς θα το πάρει τώρα πίσω;
Θα πάει να του το ζητήσει σαν άντρας. Θα πάρει το μαχαίρι πίσω και θα του χρωστάει τα λεφτά. Στο τέλος-τέλος είναι φίλος του Άκη. Δε μπορεί, έστω για χάρη του Άκη, θα του το δώσει.
Φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε έξω.


Στο θυροτηλέφωνο ακούστηκε η αλλοιωμένη φωνή του Μπάμπουρα: «Ποιός;»
«Ο Μανούσος»
«Ποιός Μανούσος;»
Πραγματικά δε θυμόταν ή τού ‘κανε πλάκα;
«Ο Μανούσος που ήρθα νωρίτερα. Άνοιξε»
Μετά από μια κάποια καθυστέρηση - επιτηδευμένη; - η πόρτα άνοιξε. Η πάνω πόρτα της γκαρσονιέρας ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Ο Μανούσος την έσπρωξε και μπήκε μέσα.
Το θέαμα που είδε του ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Στο τραπεζάκι, μια μισοφαγωμένη πίτσα. Στον καναπέ, ο Μπάμουρας γερμένος προς τα πίσω. Στο χέρι του κράταγε το μαχαίρι γυμνό και με τη μύτη του καθάριζε τα δόντια του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμηξε πάνω του. Ο άλλος τον αντιλήφθηκε και μόλις που πρόλαβε να σηκωθεί. Αλλά ο Κρητικός τον έπιασε από το λαιμό. Έχασαν την ισορροπία τους και με μια ενδιάμεση στάση στο τραπεζάκι με την πίτσα, σωριάστηκαν στο πάτωμα. Ο Μπάμπουρας σηκώθηκε γρήγορα όρθιος. Ο Κρητικός, ξαπλωμένος ανάσκελα, έκανε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του. Και τότε είδε τη φιλντισένια χειρολαβή του μαχαιριού του να προεξέχει από την κοιλιά του. Το τελευταίο πράγμα που του ‘ρθε στο μυαλό, πριν χάσει τις αισθήσεις του για πάντα, ήταν η μαντινάδα που ήταν χαραγμένη πάνω στη λεπίδα του:
«Ετούτ’ η λάμα η κοφτερή
Που κουβαλώ μαζί μου
Σκοπό της έχει να φυλά
Την ακριβή ζωή μου»